Εκεί που νόμιζα ότι οι γονείς είναι γονείς, συνεχώς ανακαλύπτω ότι οι γονείς, με την πάροδο του χρόνου, γίνονται παιδιά των παιδιών τους. Κι αυτό δεν έχει να κάνει με την ηλικία, αλλά με τον τρόπο λειτουργίας τους. Ανακαλύπτω, λοιπόν, ότι τα παιδιά ανησυχούν για τους γονείς. Για το τι κάνουν. Αν είναι ευτυχισμένοι, χαρούμενοι ή τι θα τους στεναχωρήσει. Τι τους αρέσει, τι θα χαλάσει ή θα φτιάξει την διάθεσή τους.
Αγόρια, κορίτσια, γυναίκες, άντρες, “παιδιά” εξαρτημένα απ’το τι θα αισθανθούν οι γονείς τους, περιορίζουν την ελευθερία και τις αποφάσεις τους.
Περιορίζουν τις σκέψεις που κάνουν για τον εαυτό τους και τις αντικαθιστούν με σκέψεις που αφορούν τους γονείς σαν να είναι ίδιοι οι γεννήτορες τους.
Μερικές φορές νιώθεις ότι “τα παιδιά” είναι αφιερωμένα σ’ένα ατελείωτο διάλογο μαζί τους για τον οποίο δεν είμαστε σίγουροι ότι τον έχουν διαλέξει. Ακόμα κι όταν αυτοί μπαίνουν στο μνήμα, ο διάλογος αυτός συνεχίζεται και ο εκλιπών γονέας παραμένει για χρόνια και στην χειρότερη περίπτωση για πάντα, ο μοναδικός έγκυρος συνομιλητής τους.
Το περιεχόμενο αυτού του διαλόγου στρέφεται πάντα γύρω από την ανεπάρκεια του “παιδιού” σε σύγκριση με τον γονέα. Γύρω από την ανικανότητα, ή την μικρότητα του, απέναντι στην πληρότητα και στην μεγαλοσύνη του. Το “παιδί” πάντα σ’αυτόν το διάλογο κρατάει την θέση του “μικρού”, σ’οποιαδήποτε ηλικία κι αν βρίσκεται κι ο γονέας του … “μεγάλου”. Έκανα καλά; Αν είχα κάνει εκείνο ίσως να μην είχε γίνει αυτό; Αν είχαν συμπεριφερθεί καλύτερα… τότε… ίσως… Πόσα “παιδιά” γυρνάνε στοιχειωμένα απ’την παρουσία αυτών των ερωτημάτων χωρίς απάντηση; Ανελεύθερα και δοσμένα σ’ένα παραμιλητό που ζητά την συγχώρεση σαν το βασικό περιεχόμενο στον μεταθανάτιο διάλογο με το γονέα!
Η λογική της υποχρέωσης
Ξέχωρα απ’τον ανθρωπολογικό χαρακτήρα του “σεβασμού” στο πρόσωπο των γονέων, ο οποίος αποτελεί ουσιαστικό περιεχόμενο της θρησκευτικής πίστης που ενσωματώθηκε στα ήθη και τα έθιμα της χώρας, υπάρχει και η ψυχοκοινωνική διάσταση του σεβασμού, η οποία εκφράζεται σαν υποχρέωση κι η οποία ξεπερνάει τον σεβασμό και ακουμπάει τα όρια της υποταγής, θα τολμούσα να πω.
Από κάποια στιγμή και μετά στη σχέση γονέα – παιδιού εμφανίζεται η υποχρέωση σαν ένα είδος ανταλλαγής υπηρεσιών.
Τα “πρέπει” και τα “δεν πρέπει”, όμως, προκαλούν και τ’ανάλογα συναισθήματα στο εσωτερικό της σχέσης. Έτσι, η επικοινωνία γονέα–παιδιού “μολύνεται” απ’την πεποίθηση της υποχρέωσης του “παιδιού” που παράγει την ενοχή σαν το βασικό συναίσθημα της σχέσης κι εκφράζεται υπό μορφή τύψεων απέναντι στον γονέα.
Όταν υπάρχει η υποχρέωση, ο διάλογος γονέα-παιδιού τρέφεται απ’τον φόβο, την αγωνία, το άγχος και την μοναξιά. Γενικά απ’την ανεπάρκεια της ικανοποίησης απ’την σχέση, η οποία πάντα ζητά την ανέφικτη πληρότητα μέσα απ’την καθυπόταξη του ενός μέλους της στο άλλο.
Έτσι, ο διάλογος στρέφεται πάντα γύρω απ’την υποχρέωση του “παιδιού” απέναντι στον γονείς διότι το φέρανε στο κόσμο, διότι το μεγαλώσανε, το σπουδάσανε, και γενικά για όλα αυτά που’χουν κάνει. Το περιεχόμενο της σχέσης του γονέα με το “παιδί” του, καταναλώνεται στις συνήθεις ιδέες που ακολουθούν την υποχρέωση, όπου εκκολάπτουν κι αναπαράγουν μια αντιπαλότητα που δεν βοηθάει κανέναν. Έτσι, ο γονέας μιλάει για τις θυσίες που έκανε και παρουσιάζει τον εαυτό του σαν θύμα.
Μια τέτοια λογική, η λογική της υποχρέωσης δεσμεύει το “παιδί”. Το καθιστά αιχμάλωτο. Αποτρέπει την ελεύθερη βούληση. Οριοθετεί την ύπαρξή του σύμφωνα με την επιθυμία ή και την έλλειψη επιθυμίας του γονέα. Καθοδηγεί τις επιλογές του και τις αποφάσεις του. Το εμποδίζει, τις περισσότερες φορές, να αναδείξει τον εαυτό του, να ασχοληθεί απερίσπαστα στην συγκρότηση της ταυτότητας του.
Η διαφορά του σεβασμού από την υποχρέωση
Η διαφορά ανάμεσα στο σεβασμό και την υποχρέωση έγκειται στο βαθμό ελευθερίας που υπάρχει στην σχέση γονέα – παιδιού. Η ίδια η ελευθερία είναι το περιεχόμενο του σεβασμού και το αντίθετο, ο σεβασμός εμπεριέχει πάντα την ελευθερία. Στην περίπτωση της υποχρέωσης η ελευθερία παραχωρεί την θέση της στο “αναγκαστικό”, στο διαμορφωμένο “πρέπει” και στην ιεράρχηση της σχέσης.
Διαβάστε την συνέχεια στην επόμενη σελίδα: