Όταν η κόρη μου ήταν πιο μικρή -μέχρι τα 3 της περίπου- ήμουν διαρκώς μαζί της. Εκτός από τη φροντίδα της, είχα πολλή όρεξη να της δείξω τα πάντα. Να πάμε βόλτες, να της δείξω τον ουρανό, τα δέντρα, τα λουλούδια. Να κάτσουμε σπίτι να παίξουμε με τις ώρες με τα κουκλάκια και να της διαβάζω παραμύθια. Να της λέω ιστορίες και να της μαθαίνω πράγματα. Μετά το παιχνίδι άλλαξε, όπως είναι φυσικό.
Μετά εκείνη ήθελε να ορίζει το παιχνίδι, χωρίς κανόνες, χωρίς σταματημό. Να παίζουμε ότι είμαστε σε ένα κατάστημα και αγοράζουμε φρούτα, να κάνουμε ότι μπαίνουμε στο τρένο, να παίζουμε επιτραπέζια που ούτε όταν ήμουν μικρή δεν μου άρεσαν. Κι εκεί κουράστηκα ή μάλλον βαρέθηκα. Ανάμεσα στη δουλειά, στο μαγείρεμα, την καθαριότητα, το πήγαινε-έλα σε δραστηριότητες, ήθελα ξεκούραση. Αλλά η ώρα της ξεκούρασής μου για το παιδί ήταν ελεύθερος χρόνος “για να παίξουμε μαμά”. Και δεν άντεχα να παίξω ούτε για 5 λεπτά.
Ντρεπόμουν να το μοιραστώ με άλλες μαμάδες και κυρίως ένιωθα τύψεις, πως δεν είμαι καλή μαμά. Μα ποια μαμά δεν θέλει να παίζει με το παιδί της; Ρώτησα την ψυχολόγο μου. Το βρήκε φυσιολογικό. Οι ενήλικες δεν μπορούν να παίζουν όπως τα παιδιά. Χωρίς κανόνες και ενδιαφέρον για το παιχνίδι κουράζεσαι. Και κάποιοι ενήλικες… δεν ξέρουν να παίζουν. Δεν έπαιζαν όταν ήταν παιδιά και κανείς δεν έπαιζε μαζί τους.
”Δεν ξέρω πώς να παίζω με τα παιδιά μου”
Η λύση που μου έδωσε ήταν να παίζω για όσο αντέχω και να βρω τρόπους που δεν με κουράζουν για να περνάω χρόνο με το παιδί. Να μαγειρεύουμε μαζί, να κάνουμε τα ψώνια μαζί, να με βοηθάει στις δουλειές. Όλα αυτά στα μάτια των παιδιών είναι παιχνίδι, ειδικά αν το κάνουμε κι εμείς σαν παιχνίδι.
Κι όσο κι αν πλέον νιώθω καλύτερα με τον τρόπο που το διαχειρίζομαι, οι τύψεις κάθε φορά που η μοναχοκόρη μου λέει “μα παίξε μαζί μου με τις Barbie πρέπει κάποιος να κάνει την άλλη φωνή” είναι πολλές. Για αυτές τις τύψεις -που πολλές μαμάδες νιώθουν – αφού για κάποιο λόγο οι μπαμπάδες συνήθως έχω διάθεση για παιχνίδι(!) μίλησε ο εκπαιδευτικός Μάριος Μάζαρης στην τελευταία του ανάρτηση.
Όπως έγραψε: “χαίρεσαι ή ντρέπεσαι; τίποτα από τα δυο δε χρειάζεται, να είσαι ο εαυτός σου. κι αυτός ο εαυτός δε θέλει να παίζει πάντα, για την ακρίβεια δεν του αρέσει και τόσο. Είναι υποχρεωτικό δηλαδή, είναι στα καθήκοντα των γονέων το παιχνίδι; Σίγουρα βοηθάει στη σύνδεση, ενώ προσφέρει στο παιδί την εικόνα του ενήλικα που τσαλακώνεται, είναι κι αυτός παιδί και έρχεται στο ύψος μου, γελάει με αυτά που γελάω και παίζει με αυτά που παίζω. Αν όμως δεν αντέχει ο ενήλικας, πόσο να υποκριθεί; Καλό είναι να εξηγούμε στα παιδιά τις ανάγκες μας, τις επιθυμίες, τα θέλω μας. κατά βάθος εκτιμούν την ειλικρίνεια και ότι κάνουμε επιλογές, τι σημαντικό μήνυμα, δεν κάνουμε πάντα αυτά που θέλουν οι άλλοι, έχουμε δικαίωμα να πούμε τη γνώμη μας, να ζητήσουμε χρόνο, να διαπραγματευτούμε. Τώρα θα κάνω κάτι για σένα, μετά εσύ κάτι για μένα. Ή το ανάποδο: αφού δε σε πιέζω να κάνεις πράγματα που δε σου αρέσουν, ούτε εσύ θέλω να με πιέζεις. Η σχέση με τα παιδιά πρέπει να είναι αμφίδρομου σεβασμού. Κι αυτό θέλει χρόνο και πολλή κουβέντα για να γίνει κατανοητό. γίνεται όμως μάθημα ζωής. Εσύ παίζεις, θέλεις, αντέχεις; Δεν είναι κακό να μη θες!”.
Οι πολύτιμες συμβουλές του εκπαιδευτικού: