Μάνα και γιος, κόρη και πατέρας, οιδιπόδεια σύνδρομα, εξαρτημένες σχέσεις, τσακωμοί, γέλια, κλάματα, η ελληνική οικογένεια. Αυτή η αποπνικτική αγάπη κι η στοργή που δε θα συναντήσεις σε καμία άλλη σχέση της ζωή σου. Μια συνεχής φροντίδα και μια έγνοια. Ακόμα κι αν πας 30 ,40, 50 χρονών, η μάνα σου θα σε παίρνει τηλέφωνο να δει αν έφαγες, αν γύρισες σπίτι σώος κι αβλαβής κι αν κοιμήθηκες καλά το βράδυ.
Θα σε πάρει τηλέφωνο νωρίς το πρωί να δει αν είσαι καλά γιατί είδε ένα άσχημο όνειρο και σαν μια άλλη Πυθία, η ερμηνεία που του απέδωσε ήταν δυσοίωνη. Θα σου πει να προσέχεις σήμερα και να μην οδηγείς βιαστικά γιατί ο κόσμος είναι τρελαμένος κι εσύ το μικρό της μωρό, ένα ακίνδυνο πλάσμα κι ας είσαι πάντα αυτός που κορνάρει πρώτος με το που ανάψει το φανάρι, είναι που βιάζεσαι να πας στη δουλειά σου γιατί είσαι υπεύθυνο άτομο.
Κατά τη διάρκεια της ημέρας κι αν έκανες το λάθος να της μάθεις το facebook, θα σκανάρει με ακτίνες Χ το προφίλ σου, θα πατήσει «μου αρέσει», σε όλες τις φωτογραφίες και τις δημοσιεύσεις σου και θα νιώσει μια ασφάλεια, ύστερα απ’ το «check in» που θα κάνεις. Επιτέλους, θα ξέρει πού ακριβώς βρίσκεσαι και το σημαντικότερο με ποιους!
Αν πάλι δουλεύεις θα σε πάρει τηλέφωνο, όμως αφού τελειώσεις τη δουλειά, μη σε δει το αφεντικό να χαζεύεις και δώσουμε δικαιώματα στους ξένους ανθρώπους ή αν ανήκεις στους τυχερούς που μένουν μόνοι τους –έφυγες ν΄ ανοίξεις τα φτερά σου και τι κατάλαβες, Θεός φυλάξει– θα σε επισκεφτεί με σακούλες στο χέρι. Βλέπεις, μαγείρεψε το αγαπημένο σου φαγητό κι αυτά πρέπει να τρώγονται όταν είναι ζεστά, αλλιώς χάνουν όλη τη νοστιμιά τους κι ας έχεις να φας φασολάκια απ’ την τρίτη δημοτικού σε μια επίσκεψη στη θεία σου τη Μαρίκα.
Αφού πιείτε και τον καφέ σας κι αποφασίσει να φύγει για να σ’ αφήσει να ξεκουραστείς, θα σ’ αγκαλιάσει, θα σου δώσει ένα φιλί και στο κατώφλι της πόρτας θα σου υπενθυμίσει, ακόμη μια φορά να προσέχεις, με νόημα, χωρίς συνέχεια, ξέρεις εσύ, τι, ποιον, πού και πώς.
Κι αν βλέπεις τη μητέρα σου σε όλες αυτές τις περιγραφές κι αν κούνησες το κεφάλι και θυμήθηκες τα δικά σου, σκέψου λίγο τη μέρα σου χωρίς εκείνη μέσα. Δε ξέρω αν θα νιώσεις όντως την ελευθερία που περιμένεις.
Για τη μητέρα μας, για τους γονείς μας γενικότερα, μην αδικήσουμε τους πατεράδες, είμαστε μικρά παιδιά που δε μεγαλώνουν ποτέ, απροστάτευτα κι αθώα. Όπως τότε, που τους είχαμε πραγματικά ανάγκη για να μεγαλώσουμε κι ακόμα περισσότερο, είμαστε η ελπίδα τους για κάτι καλύτερο. Όχι κάτι καλύτερο για τον κόσμο, δεν είναι εξάλλου όλοι οι γονείς οραματιστές, η σύγκριση είναι μικρότερη κι έχει να κάνει με τους εαυτούς τους. Θέλουν να γίνουμε όλα όσα εκείνοι δεν κατάφεραν, είτε λόγω συνθηκών είτε καθαρά από δική τους βλακεία.
Όμως, στο μυαλό τους κι ίσως και στην καρδιά τους δεν μπορούμε το δρόμο αυτό να το περπατήσουμε μόνοι μας, εκείνοι πρέπει να είναι και θα είναι, πάντα ένα βήμα πίσω μας, όπως, ακριβώς, στα πρώτα βήματά μας, να μας κρατήσουν σε περίπτωση που χάσουμε την ισορροπία μας και πέσουμε. Ένα βήμα πίσω, σχεδόν να μας κρατάνε το χέρι κι αν πέσουμε ξαφνικά να γελάσουν και να μας κάνουν να νιώσουμε πως τίποτα σπουδαίο δεν έγινε, για να μην τρομάξουμε και τα παρατήσουμε.
ΥΓ. Μοναδική η στιγμή που από εσένα δημιουργείται ένας άλλος άνθρωπος, τον οποίο απ’ τη πρώτη στιγμή που τον αντικρίζεις ορκίζεσαι μέσα σου να τον προστατεύεις και να τον αγαπάς μέχρι την τελευταία σου ανάσα.
Γράφει η Ματίνα Στυλίδου