«Ο παππούς που πήγε μαμά; Δεν θα τον ξαναδώ;»
Αυτή ήταν η ερώτηση του μικρού παιδιού μου όταν ο παππούς έφυγε για πάντα από κοντά μας.
«Έγινε αστέρι. Είναι ψηλά στον ουρανό».
«Μα ο ουρανός έχει εκατομμύρια αστέρια. Ποιο απ’όλα είναι ο παππούς; Πως θα το καταλάβω;»
Ερωτήσεις πάνω στις ερωτήσεις.
Πως να εξηγήσω τον θάνατο σ’ένα τόσο μικρό παιδί;
«Τη νύχτα που λάμπουν τα αστέρια, σήκωσε τα μάτια σου και κοίτα. Στ’αστέρι που θα σταματήσει η μάτια σου. Στ’αστέρι που θα κοιτάξεις επίμονα. Στ’αστέρι που θα μαγνητίσει το βλέμμα σου, αυτός είναι ο παππούς σου. Θα σε κοιτά από ψηλά. Θα σε προσέχει».
«Μα όταν ξημερώνει, τ’αστέρια χάνονται. Τότε, την ημέρα, δεν θα μπορώ να τον δω. Ούτ’αυτός εμένα».
«Τ’αστέρια είναι πάντα στον ουρανό. Απλά ο ήλιος είναι πιο δυνατός και καλύπτει το φως των αστεριών. Γι’αυτό δεν τα βλέπεις. Τ’αστέρι του παππού είναι πάντα εκεί».
«Ναι, όμως, ποιος θα μου παίρνει τυρόπιτα το πρωί πριν το σχολείο; Ποιος θα με πάει βόλτα στο πάρκο τα απογεύματα; Δεν γίνεται. Θέλω τον παππού μου να είναι δω. Δίπλα μου».
«Τυρόπιτα θα σου παίρνω εγώ. Κι αργότερα, όταν μεγαλώσεις με την παρέα σου, θα ξεδιπλώνεις τις αναμνήσεις σου μια-μια. Και όταν τρως τυρόπιτα θα θυμάσαι τα μοσχομυριστά πρωινά με τον παππού σου. Θα’ναι σαν να σου κρατά το χέρι και να σε πηγαίνει στο φούρνο για να σου πάρει όλ’αυτά που λαχταράς. Θα δεις ότι η γεύση στο νου σου θα αλλάζει. Θα γίνεται πιο νόστιμη. Κι αυτή η απλή, αδιάφορη τυρόπιτα θα γίνεται πιο σημαντική. Πιο σπάνια. Γιατί θα ξέρεις ότι μέσα σου υπάρχει η αγάπη. Υπάρχουν οι αναμνήσεις. Αυτές που έφτιαξε ο παππούς μαζί σου. Αυτές που χτίσατε μαζί χέρι χέρι».
«Θέλω όμως να τον βλέπω. Τι; Θα κοιτώ πάντα τα αστέρια και θα ψάχνω να τον βρω;»
«Όχι. Δεν χρειάζεται. Το αστέρι του παππού σου είναι μέσα στην καρδιά σου. Με τα μάτια της αγάπης θα τον βλέπεις. Όσο τον αγαπάς και τον έχεις κλεισμένο στην καρδιά σου είναι εκεί. Οι άνθρωποι φεύγουν από δίπλα μας όταν τους ξεχνάμε».
Με άκουγε με προσοχή.
Είμαι βέβαιη ότι είχε απορίες. Δεν μπορούσε να συλλάβει επακριβώς αυτά που έλεγα. Την περιπλοκότητα του πράγματος. Την πολυδιάστατη έννοια της αγάπης. Η απουσία ήταν αισθητή έτσι κι αλλιώς. Η βροντερή φωνή του έλειπε. Έλειπαν τα αστεία του, οι βόλτες με το αυτοκίνητο, οι κρυμμένες σοκολάτες μέσα στις γλάστρες. Όμως αυτά που προσπαθούσα να τους πω ήταν η παρηγοριά, αλλά και η αλήθεια. Τα παιδιά πρώτα από όλα διαβάζουν με την καρδιά. Μετά με τα μάτια. Αποζητούσε να ακούσει λόγια συμπαράστασης για το μεγάλο κενό που ένιωθε. Που ένιωθα…
«Δεν θα έρθει όμως στην αποφοίτηση του Δημοτικού, ούτε στους αγώνες μπάσκετ. Δεν θα είναι εκεί όταν θα παίρνω το πτυχίο στο Πανεπιστήμιο. Δεν θα είναι. Ούτε θα με περιμένει έξω από το σχολείο όπως κάθε μεσημέρι…»
«Θα λάμπει πάντα μέσα σου. Και στον αγώνα θα σε χειροκροτά από ψηλά. Θα χαίρεται. Θα το νιώσεις. Μην ανησυχείς. Φεύγουν κάποιοι αγαπημένοι μας από τη ζωή, αλλά είναι πάντα μαζί μας».
Για το σχολείο το προσπέρασα, δεν είχα κάτι να απαντήσω… Το κενό αγεφύρωτο…
«Μα, δεν μπορώ να τα καταλάβω όλα αυτά. Ο παππούς πέθανε».
«Δεν χρειάζεται να καταλάβεις. Μέσα σου έχεις κλεισμένα όλα τα χρόνια που έζησες μαζί του. Για σκέψου… Τότε στην παραλία που χτίζατε πυργάκια… Τότε που είχε ντυθεί Άι Βασίλης για να φέρει τα δώρα… τότε που…, τότε που…. Θυμάσαι;»
Χαμογέλασε με ένα πλατύ χαμόγελο σαν να έβλεπε άλμπουμ με τις συγκεκριμένες φωτογραφίες. Και άλλες πολλές. Και αυτές που απαθανάτισε η φωτογραφική μηχανή, αλλά και άλλες, που αποθανατίζεις μόνο με τα μάτια της καρδιάς. Στιγμές, άπειρες στιγμές συναισθημάτων, που ξαφνικά γίνονται εικόνες. Και οι εικόνες σε κατακλύζουν. Και η αγάπη είναι εκεί.
Τότε, καταλαβαίνεις πόσο αγαπήθηκες και πόσο αγαπάς.
«Τον αγαπώ τον παππού μου πολύ».
«Βλέπεις; Η αγάπη δεν έχει εικόνα. Αγαπάς από την καρδιά. Αγαπάς, ό,τι σου χάρισε. Ό,τι σου έμαθε. Αγαπάς αυτό ακριβώς που ήταν ο παππούς. Όλα αυτά δεν ξεριζώνονται από την καρδιά σου. Οι αναμνήσεις που σου χάρισε δεν θα μπορέσουν να διαγραφούν ποτέ από την μνήμη σου».
Το βράδυ βγήκε στο μπαλκόνι κι ας έκανε ψύχρα. Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τον ουρανό. Παρατηρούσα από μακριά. Έμεινε κάμποσα λεπτά της ώρας έτσι. Σαν να έψαχνε κάτι. Σίγουρα έψαχνε και αυτό που γύρευε το βρήκε.
«Καληνύχτα παππού», άκουσα να ψιθυρίζει.
Αποτραβήχτηκα απαλά στις μύτες των ποδιών μου για να μην με ακούσει και χώθηκα στην κρεβατοκάμαρα μου. Δεν ήθελα να χαλάσω την μαγική αυτή στιγμή. Το άγγιγμα ψυχής που ένιωσε όταν κοίταξε ψηλά στον ουρανό.
Είχε βρει το δικό του αστέρι.
Γράφει η Τζώρτζια Βρεττού
Διαβάστε επίσης:
Το σπίτι της γιαγιάς ήταν κι είναι πάντα ο παράδεισός μας