Όταν ήμουν μικρή, κοιτούσα από την πόρτα της κρυφά πώς ντάντευε το γατί της, πόσο αλλιώτικα τον κοιτάζει. Μια δυο φορές του0 πάτησα με λύσσα την ουρά. Μεγαλύτερη, τον αγάπησα πολύ κι εγώ και ήθελα να τον χαϊδεύω. Μου το απαγόρευσε. Έλεγε πως ήμουν άγαρμπη και θα τον πονούσα.
Είναι ανεξίτηλη η έκφραση της μάνας, εκείνη η συγκεκριμένη έκφραση που υιοθετεί για το παιδί της. Νομίζω πως αυτό το βλέμμα είναι η βασική μοίρα μας.
Δεν είμαι μοιρολάτρης, αλλά τούτο το είδος μοίρας, το παραδέχομαι: με ξεπερνάει.
Όταν με παρατηρούσε, όπως με παρατηρούσε, όταν μου απευθυνόταν με εκείνο τον τόνο φωνής, εγώ τα έχανα, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου τα έχανα μπροστά της. Περίμενε από μένα να κάνω κάτι καλό ή κάτι κακό; Να είμαι ήσυχη ή να ατακτήσω; Αλλόκοτο, αλλά διαισθανόμουν πως προτιμούσε τα δεύτερα, δεν ξέρω γιατί, αλλά μου μετέδιδε περίπου αυτή την προσμονή. Να κάνω εντέλει, το χειρότερο. Να ατακτήσω. Να της επιβεβαιώσω κάτι που περίμενε και να της επιβραβεύσω την γνώμη της για μένα. Ήταν παρανοϊκό το δίλημμα που μου περνούσε. Κι εγώ επιθυμούσα τρελά να μην την απογοητεύσω.
Με τον καιρό, το να μην την απογοητεύσω, έγινε το σταθερό μου κριτήριο και το κίνητρο της συμπεριφοράς μου, του χαρακτήρα μου σιγά – σιγά.
Καλά λένε πως γίνεσαι τελικά εκείνος που σου ζητούν κάποιοι να είσαι. Αυτοί οι κάποιοι είναι οι «σημαντικοί άλλοι»…
Απόσπασμα από το βιβλίο της Μάρως Βαμβουνάκη «Σιωπάς για να ακούγεσαι» εκδ. Ψυχογιός