Υπάρχουν κάτι μέρες που σε κάνουν και μελαγχολείς. Η καρδιά σου έχει τη θλίψη των άδειων πάρκων, των σιωπηλών γηπέδων μπάσκετ, των έρημων ποδηλατοδρόμων. Και θες να θυμηθείς…
Ανοίγεις τα άλμπουμ του γάμου, των γεννήσεων, των βαπτίσεων, των γενεθλίων. Έξω βρέχει, χαζεύεις τις φωτογραφίες, ψάχνεις τις αλλαγές στο πρόσωπό σου. Βλέπεις το ξέγνοιαστο βλέμμα που είχες στα πρώτα τους γενέθλια. Ξεκούραστο ακόμη και φωτεινό, ανυποψίαστο για τον όγκο της έγνοιας που σε περίμενε. Και, καθώς συνεχίζει και βρέχει, ξυπνάει η νοσταλγία μέσα σου.
Και μετράς και τους μήνες και τα χρόνια και τις νίκες και τις ματαιώσεις.
Ποιος να το’ λεγε πως η μικρή θα παρατούσε το μπαλέτο – τόσο πήγαινε-έλα. Τόσο περίμενε έξω από την αίθουσα χορού. Τόσο τούλι. Τόσους κότσους της έφτιαξες. Που να το’ ξερες όταν έβγαζες αυτή τη φωτογραφία. Και που να το φανταζόσουν πως θα γινόταν τόσο ανεξάρτητη και δυναμική τελικά; Που όταν πήγε στον παιδικό έκλαιγε τρεις βδομάδες. Όλο ελάτε και ελάτε, το παιδί κλαίει και σας ζητάει, ήταν η νηπιαγωγός στο τηλέφωνο. Κι εδώ στη φωτογραφία ζαρωμένα είναι τα μουτράκια της από το κλάμα. Και τώρα… Τώρα χάνεται από το σπίτι για ώρες και όταν την παίρνεις τηλέφωνο σου λέει: «Με κουράζεις, βρε, μαμά!» αλλά κατά βάθος την καμαρώνεις για τον τσαμπουκά της. Την καμαρώνεις.
Πω- πω, η φωτογραφία της γέννας. Χάλια μαλλί, κολλημένο από τον ιδρώτα, αλλά ωραίο δέρμα, εμ, ωραίο δέρμα είχες, αφού ήσουν μόνο τριάντα. Και ωραίο νυχτικό και ωραίο στήθος. Και ο μικρός στο στήθος σου σαν μεγάλο παιδί, σαν τριών μηνών ενώ ήταν νεογέννητος, πολύ ώριμος. Οι νοσοκόμες είχαν να το λένε “αμέσως έπιασε τη θηλή, ο άτιμος, δε σε κούρασε καθόλου.
Ααα, το πάρτι της αποφοίτησης από το Δημοτικό, χα, χα. Δες ύφος ο μικρός, χα, χα. Φορούσε και πουκάμισο για πρώτη φορά και το ’παιζε τζέντλεμαν στις συμμαθήτριες. Κούκλος! Κι εσύ καλά φαίνεσαι, δεν φαίνεσαι κι άσχημα, είχες κολικό νεφρού και σηκώθηκες και πήγες. Πως θα ένιωθε το παιδί αν δεν πήγαινες; Κατάπιες όλα τα σπασμο- αποτέλ και πήγες στο πάρτι. Μία φορά τελειώνει το Δημοτικό ένα παιδί, μόνο του θα το άφηνες; Ευτυχώς που πήγες. Κι ούτε που σου φαίνεται στη φωτογραφία ο κολικός ή το ξεκούμπωτο παντελόνι κάτω από την μπλούζα. Ούτε να κουμπώσεις το παντελόνι δεν άντεχες, μαχαιριά στη μέση ο πόνος.
Υπάρχουν κάτι μέρες που μελαγχολείς.
Έξω βρέχει, εσύ κοιτάς φωτογραφίες, κρεμάς στις ντουλάπες τα ρούχα και σκέφτεσαι.
– Τι στο καλό δεν την άφησες να πάει στη Ρώμη με το σχολείο.
Ακόμη στο χτυπάει. Τι θα πάθαινε; Πήγαν, ήρθαν οι άλλες. Η δική σου μόνο έμεινε. Τι στο καλό δεν την άφηνες; Ακόμη στο χτυπάει… Και στον άλλον, όλο μη χτυπήσεις και μη χτυπήσεις. Έκοψε το τάεκβοντο από τον δικό σου τον φόβο, μισή αυτοάμυνα έμαθε. Και τώρα τρέμεις όταν γυρίζει αργά τις νύχτες.
Τις μελαγχολικές αυτές μέρες τακτοποιείς και πετάς τα άχρηστα. Εκατό τεύχη του «Ευκλείδη» είχε αγοράσει η μεγάλη, δεκατρία έγραψε στις Πανελλήνιες. Γερή να’ ναι, γερή, ευτυχώς που πέρασε κι εκεί. Μωρέ γερή να ‘ναι, σκασίλα σου το Πολυτεχνείο, εκατό τεύχη του Ευκλείδη στην ανακύκλωση. Είναι ο μήνα που πετάς τα άχρηστα, και τις προσδοκίες και τα κρυφά σου όνειρα, μωρέ, γερή να’ ναι…
Βλέπεις στο βρεγμένο τζάμι το πρόσωπό σου, έτσι όπως κοιτάς κάτω στο δρόμο, αν φάνηκαν τα αυτοκίνητά τους.
Βλέπεις το πρόσωπό σου χαραγμένο από όμορφες στιγμές, γιατί τελικά αυτές μένουν.
Που να φανταζόσουν πόση αγάπη θα έδινες.
Πόση αγάπη είχες, πόσο κουράγιο γέννησες.
Πόση αγάπη γεύτηκες. Τώρα το καταλαβαίνεις.
Γιατί την αληθινή αγάπη την εκτιμάς περισσότερο όταν την ανακαλείς, παρά όταν την ζεις.
Διαβάστε ακόμα:
Η ατμόσφαιρα χαράς και αγάπης στο σπίτι δημιουργεί ήρεμα παιδιά