«Πολλές φορές τα σχόλια των άλλων μανάδων, ακόμη κι όταν είναι φίλες, είναι φρικτά και σε κάνουν να νιώθεις η χειρότερη μητέρα του κόσμου. Μια μέρα μια φίλη μου μού είπε με ύφος λίγο συμβουλευτικό και λίγο απαξιωτικό. «Ο γιος σου έχει πάρει κιλάκια τελευταία, προσέχεις αυτά που τρώει;». Είμαι σίγουρη ότι δεν ήταν μια καλοπροαίρετη παρατήρηση, αλλά μια αιχμή για την φροντίδα των παιδιών ή δεν ξέρω εγώ τι άλλο. Ένιωσα πάντως απαίσια!», διηγείται η Βάσω, μητέρα δυο παιδιών.
Πραγματικά, ακόμη κι αν το παλεύει αρκετά μια γυναίκα ν’απαλλαγεί από ανόητα και επιζήμια πρότυπα καλής μητέρας, το περιβάλλον μπορεί να’ναι τόσο επικριτικό που να την γεμίζει πάλι με ενοχές.
Υπάρχουν καταρχήν οι ίδιοι οι γονείς μιας γυναίκας, και ιδιαίτερα η μητέρα -και γιαγιά των παιδιών της- οι οποίοι ξεσπαθώνουν με συμβουλές, παραινέσεις και αυστηρότατη κριτική, πολλές φορές, προσπαθώντας να αποδείξουν ότι εκείνοι ήταν καλοί γονείς, αλλά και παίρνοντας εκδίκηση απ’τα παιδιά τους για τυχόν αμφισβήτηση του δικού τους τρόπου διαπαιδαγώγησης. Ένα είναι βέβαιο σ’αυτήν την περίπτωση. Oι πιο ακατάλληλοι κριτές για το αν είμαστε καλές μανάδες είναι οι δικές μας μανάδες, έστω κι αν είναι υπέροχες με τα παιδιά μας και τους τα εμπιστευόμαστε κατά τ’άλλα ανεπιφύλακτα.
Το σχολείο είναι, επίσης, ένας θεσμός που πολύ συχνά, αντί να δουλεύει υποστηρικτικά και ν’απαλλάσσει σιγά-σιγά τους γονείς από ένα μέρος των ευθυνών της διαπαιδαγώγησης (όπως έχει υποχρέωση να κάνει), αντίθετα, με μεγάλη ευκολία φορτώνει τις ευθύνες στους γονείς κι ιδιαίτερα, βέβαια, στις μανάδες για ό,τι πάει «στραβά» με το παιδί. Ακόμη κι αν πρόκειται για καθαρά σχολικές αρμοδιότητες, όπως το αν καταλαβαίνουν ή όχι τα παιδιά το μάθημα, αν ενδιαφέρονται, αν συμμετέχουν, συνήθως η εύκολη λύση είναι «κάτι δεν πήγε καλά στο σπίτι».
Σίγουρα ένα μεγάλο μέρος της ανατροφής των παιδιών είναι θέμα της οικογένειας. Είναι, όμως, και δουλειά του σχολείου να συμπληρώσει κενά. Να ισιώσει τυχόν στραβές. Να κινητοποιήσει και να κοινωνικοποιήσει μ’έναν τρόπο διαφορετικό, αλλά συμπληρωματικό της οικογένειας.
Και βέβαια, όπως δείχνει το παράδειγμα της Βάσως, οι ίδιες οι γυναίκες, που συχνά είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστικές μεταξύ τους, κρίνουν με τον πιο αμείλικτο τρόπο άλλες μητέρες. Σαν να πρόκειται για καλλιστεία και όχι για μία ιδιότητα που στην ουσία τις ενώνει. Η μητρότητα θα’πρεπε να γεμίζει τις γυναίκες κατανόηση για τις άλλες μητέρες και αλληλεγγύη μεταξύ τους, όπως άλλωστε συμβαίνει πάντα σε καιρούς δύσκολους. Αντ’αυτού, η εμφάνιση, τα ρούχα, η συμπεριφορά, η σωματική διάπλαση, η ανάπτυξη, οι σχολικές και αθλητικές επιδόσεις, η εξυπνάδα, και ό,τι τελοσπάντων μπορεί να χαρακτηρίζει ένα παιδί γίνονται συχνά μεταξύ μανάδων πεδία σκληρού ανταγωνισμού και αφετηρία για πικρόχολα σχόλια.
Αν μη τι άλλο, καλό είναι ν’αναγνωρίζει κανείς τέτοιου είδους «μπηχτές» (τόσο στους άλλους όσο και στον εαυτό του) και να μην εξαρτά την αυτοπεποίθησή του σαν γονιός ή μητέρα απ’την απερίσκεπτη κριτική του κάθε παιδαγωγικού «ξερόλα».
Για να επανέλθουμε στον Winnicott, θα κλείσουμε με την άποψή του. Πρέπει να βοηθήσουμε τις μητέρες να εμπιστευτούν αυτό που κάνουν ενστικτωδώς, χωρίς να φοβούνται αν είναι σωστό ή λάθος, αλλά κι ότι τελικά (επειδή πάντα θα’χουμε τις ενοχές μας) -σε πείσμα της άποψης ότι οι ενοχές κι η έλλειψη σταθερότητας προξενούν μόνο βλάβες- χωρίς ενοχή και αμφιθυμία, καμία μητέρα δεν θα’ταν ευαίσθητη στις ανάγκες του παιδιού της.
Ο διπλός ρόλος των γυναικών απαιτεί από αυτές, πραγματικά ταχυδακτυλουργικές ικανότητες για να τα καταφέρουν να ανταπεξέλθουν. Πολλές γυναίκες, ανήσυχες και αποθαρρυμένες απ’αυτές τις πιέσεις αποφασίζουν να παραιτηθούν απ’τη μία ιδιότητα και επιλέγουν το ένα απ’τα δύο:
Ή να γίνουν μητέρες και νοικοκυρές ή να μην αποκτήσουν παιδιά.
Το αποτέλεσμα είναι, πολλές φορές, ένα χρόνιο συναίσθημα ανεπάρκειας γιατί, οι μεν σκέφτονται: «Τι κατάφερα στη ζωή μου εκτός απ’το να’μαι μια απλή νοικοκυρά;», οι δε: «Τελικά τι γυναίκα είμαι αν δε γίνω μητέρα;». Έρευνες αποδεικνύουν ότι, παρά πιο κουραστική κι επιβαρυμένη ζωή τους, οι γυναίκες που επιλέγουν τον διπλό ρόλο τελικά είναι πιο ικανοποιημένες απ’τη ζωή τους και παρουσιάζουν σπανιότερα κατάθλιψη. Επίσης μακροπρόθεσμα, οι περισσότερες αισθάνονται πιο ικανοποιημένες απ’τον εαυτό τους και στις δύο ιδιότητες τους.
Λουίζα Βογιατζή, ψυχολόγος, σύμβουλος προσωποκεντρικής προσέγγισης