Ένα παιδί χρειάζεται ζεστασιά και αποδοχή, σωματική επαφή, τη φυσική σας παρουσία, αγάπη αλλά και όρια, κατανόηση, παιχνίδι με παιδιά και ενηλίκους, παρηγοριά όταν νιώθει απειλή ή δυσφορία, και φυσικά τον χρόνο και την προσοχή σας.
Απλό δεν ακούγεται;
Κι όμως, δεν είναι καθόλου απλό. Υπάρχουν πολλοί λόγοι που μας εμποδίζουν να κάνουμε όλα τα παραπάνω και συνοψίζονται σε μία λέξη: ζωή.
Η δουλειά, τα απρόοπτα, τα χρήματα, το σχολείο, η έλλειψη χρόνου, οι αυξημένες υποχρεώσεις… η λίστα δεν έχει τελειωμό.
Αυτό όμως που περισσότερο από καθετί άλλο μπαίνει ανάμεσα σε εμάς και το παιδί μας είναι αυτό που εισπράξαμε εμείς όταν ήμαστε βρέφη και παιδιά. Αν δεν εξετάσουμε τον τρόπο που μεγαλώσαμε και την κληρονομιά που λάβαμε από τους γονείς μας, είναι σίγουρο ότι το παρελθόν θα επιστρέψει και θα μας εκδικηθεί.
Πόσες φορές δεν έχετε ανοίξει το στόμα σας να μιλήσετε και συνειδητοποιείτε ότι ακούτε τα λόγια της μητέρας σας;
Φυσικά, αν αυτά τα λόγια σάς έκαναν να νιώθετε αποδοχή, αγάπη και ασφάλεια ως παιδί, δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα. Αλλά πολύ συχνά είναι λόγια και εκφράσεις που σας έκαναν να νιώθετε το ακριβώς αντίθετο. Αυτό λοιπόν που θέτει εμπόδια στη σχέση μας με το παιδί μας είναι συνήθως η δική μας έλλειψη αυτοπεποίθησης, η απαισιοδοξία, οι άμυνές μας και ο φόβος να αντιμετωπίσουμε έντονες συγκινήσεις που μπλοκάρουν τα συναισθήματά μας.
Μπορεί μάλιστα, ειδικότερα σε ό,τι έχει να κάνει με το παιδί μας, το μπλοκάρισμα αυτό να οφείλεται και σε όσα μας εκνευρίζουν στη συμπεριφορά του, οι προσδοκίες μας και οι φόβοι που μας κυριεύουν. Ο καθένας από μας δεν είναι παρά ένας κρίκος στη μακριά αλυσίδα που μας δένει με το παρελθόν μας αλλά και με το μέλλον.
Τα καλά νέα είναι ότι μπορούμε να μάθουμε πώς να αναδιαμορφώσουμε τη σύνδεση με το παρελθόν και αυτό κατά συνέπεια θα βελτιώσει τη ζωή των παιδιών μας αλλά και των δικών τους παιδιών αργότερα.
Μπορείτε να αρχίσετε αμέσως.
Δεν χρειάζεται να κάνετε όσα έκαναν σε εσάς οι γονείς σας. Απλώς απορρίψτε όλα όσα πιστεύετε ότι δεν σας βοήθησαν. Αν είστε ήδη γονιός ή πρόκειται να αποκτήσετε το πρώτο σας παιδί, θα ήταν χρήσιμο να ρίξετε μια ματιά σε όλες εκείνες τις «αποσκευές» που κουβαλάτε από το παρελθόν σας, να ξαναθυμηθείτε την παιδική σας ηλικία, να εξετάσετε όλα όσα σας συνέβησαν τότε. Αφού έχετε αδειάσει όλα σας τα «μπαγκάζια» και τα έχετε κοιτάξει με προσοχή, μπορείτε να ξαναβάλετε μέσα μόνο αυτά που χρειάζεστε.
Αν μεγαλώσατε με ανθρώπους που σας σεβάστηκαν και σας έδειξαν την εκτίμησή τους βλέποντάς σας ως ένα άτομο μοναδικό και σημαντικό, αν σας έδειξαν γνήσια, ανιδιοτελή αγάπη, αν σας έδωσαν άφθονη εποικοδομητική προσοχή και απολαύσατε κατά κύριο λόγο ουσιαστικές και ειλικρινείς σχέσεις με την οικογένειά σας, τότε σίγουρα διαθέτετε ένα μεγάλο οπλοστάσιο που θα σας βοηθήσει να δημιουργήσετε κι εσείς με τη σειρά σας υγιείς και λειτουργικές σχέσεις στη δική σας εστία, με θετικότατα αποτελέσματα στην οικογένεια και την κοινότητα στην οποία ανήκετε. Αν είχατε την τύχη να βιώσετε όλα τα παραπάνω, τότε η άσκηση επανεξέτασης της παιδικής σας ηλικίας δεν θα είναι επώδυνη ή δυσάρεστη.
Αν όμως η παιδική σας ηλικία δεν ήταν έτσι –και αυτό ισχύει για την πλειονότητα των ανθρώπων–, η αναδρομή αυτή μπορεί να σας δημιουργήσει μια συναισθηματική δυσφορία. Ωστόσο πιστεύω πως πρέπει να συνειδητοποιήσουμε τι είναι αυτό που μας προκαλεί αυτή τη δυσφορία, ώστε να μην την αναπαράγουμε, μεταφέροντάς τη στις επόμενες γενιές. Πολλά απ’ αυτά που κληρονομήσαμε από τους γονείς μας βρίσκονται στη ζωή μας χωρίς να τα συνειδητοποιούμε απόλυτα. Έτσι, όταν αντιδράμε σε κάποια συμπεριφορά του παιδιού μας, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι αν αυτή η αντίδραση έχει άμεση σχέση με το εδώ και τώρα ή αν είναι αποτέλεσμα αναπαραγωγής μιας άλλης κατάστασης που ζήσαμε στο παρελθόν.
Η ακόλουθη ιστορία θα βοηθήσει να εξηγήσω τι εννοώ παραπάνω.
Μου την είπε η Τάι, μια τρυφερή μαμά και έμπειρη ψυχοθεραπεύτρια που εκπαιδεύει άλλους ψυχοθεραπευτές. Αναφέρω και τους δύο της ρόλους, για να τονίσω πως ακόμα και οι πιο συνειδητοποιημένοι και καλοπροαίρετοι από εμάς μπορούν εύκολα να γλιστρήσουν ασυναίσθητα πίσω στο παρελθόν και να έχουν μια αντίδραση που είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη δική τους ανάμνηση και όχι με ό,τι συμβαίνει στο παρόν τους.
Η ιστορία αφορά ένα περιστατικό στην παιδική χαρά, όταν η κόρη της Τάι, η Έμιλι, που τότε ήταν επτά ετών, άρχισε να φωνάζει στη
μαμά της να τη βοηθήσει γιατί είχε κολλήσει σε ένα από εκείνα τα πλέγματα που σκαρφαλώνουν τα παιδάκια.
Της είπα να κατέβει κάτω και όταν μου απάντησε ότι δεν μπορούσε, ένιωσα ξαφνικά έναν παράξενο θυμό. Θεωρούσα ότι η κόρη μου γινόταν επίτηδες απαιτητική, μια και ήμουν σίγουρη ότι μπορούσε θαυμάσια να κατέβει μόνη της χωρίς τη βοήθειά μου.
«Κατέβα κάτω αυτή τη στιγμή», της φώναξα αγριεμένη.
Μετά από κάποια ώρα κατάφερε να κατέβει. Ύστερα από λίγο πήγε να μου πιάσει το χέρι, αλλά εγώ ήμουν ακόμα έξαλλη μαζί της και της αρνήθηκα. Το παιδί άρχισε να κλαίει γοερά. Όταν φτάσαμε στο σπίτι, αρχίσαμε να ετοιμάζουμε μαζί το βραδινό και ηρέμησε, οπότε αποφάσισα να ξεχάσω το περιστατικό σκεπτόμενη ότι «καμιά φορά τα παιδιά είναι σκέτος μπελάς».
Μια εβδομάδα αργότερα πήγαμε στον ζωολογικό κήπο και εκεί υπήρχε ένα ανάλογο πλέγμα. Όταν το είδα, ένιωσα αμέσως ενοχές. Προφανώς, με το που το αντίκρισε, η Έμιλι θυμήθηκε το περιστατικό που είχε προηγηθεί, γιατί με κοίταξε σχεδόν φοβισμένη. Τη ρώτησα αν ήθελε να ανέβει στο πλέγμα. Αυτή τη φορά, δεν κάθισα στο παγκάκι για να χαζέψω στο κινητό μου, αλλά πήγα κοντά της και στάθηκα κάτω από το πλέγμα παρακολουθώντας τη. Όταν ένιωσε ότι κόλλησε και δεν μπορούσε να κατέβει, άπλωσε τα χεράκια της προς το μέρος μου για να τη βοηθήσω.
Η συμπεριφορά μου αυτή τη φορά ήταν πιο θετική.
«Βάλε το πόδι σου εκεί και το άλλο εκεί και πιάσου από εκείνο το σημείο. Έτσι θα μπορέσεις να κατέβεις μόνη σου», της είπα. Και φυσικά τα κατάφερε. Όταν κατέβηκε, με ρώτησε: «Γιατί δεν με βοήθησες έτσι και την προηγούμενη φορά;»
Το σκέφτηκα λοιπόν και της απάντησα:
«Όταν ήμουν μικρή, η γιαγιά σου μου συμπεριφερόταν λες και ήμουν πριγκίπισσα και με πήγαινε παντού αγκαλιά. Όταν με άφηνε κάτω, μου φώναζε συνεχώς να προσέχω. Αυτό με έκανε να νιώθω ανίκανη να καταφέρω το οτιδήποτε μόνη μου και ως αποτέλεσμα δεν είχα καθόλου αυτοπεποίθηση. Δεν θέλω να συμβεί και σ’ εσένα αυτό, γι’ αυτό και δεν σε βοήθησα όταν μου ζήτησες να σε πάρω αγκαλιά και να σε κατεβάσω. Μου θύμισε τη δική μου εμπειρία όταν ήμουν στην ηλικία σου, γιατί εμένα δεν μου επέτρεπαν να κάνω τίποτα μόνη μου. Θύμωσα πολύ και ξέσπασα πάνω σου, αλλά αυτό δεν ήταν δίκαιο».
Η Έμιλι με κοίταξε και μου είπε: «Α, εγώ νόμιζα ότι δεν σε ένοιαζε». «Α, όχι», της είπα. «Με ένοιαζε, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν καταλάβαινα ότι ήμουν θυμωμένη με τη μαμά μου και όχι μαζί σου. Με συγχωρείς».
Όπως και στην περίπτωση της Τάι, πολλές φορές είναι πολύ εύκολο να κάνουμε μια στιγμιαία εκτίμηση της κατάστασης ή να καταλήξουμε σε ένα βιαστικό συμπέρασμα για τις συναισθηματικές μας αντιδράσεις, χωρίς να μας περνάει από το μυαλό ότι αυτές οι αντιδράσεις αφορούν πράγματα που μας συνέβησαν στο παρελθόν και όχι αυτό που συμβαίνει εκείνη τη στιγμή. Αλλά όταν νιώθετε θυμό –ή οποιοδήποτε δυσάρεστο συναίσθημα όπως πικρία, εκνευρισμό, φθόνο, αηδία, πανικό, ένταση, φόβο κ.λπ.– για κάτι που έχει κάνει ή πει το παιδί σας, είναι καλό να το δείτε ως μια προειδοποίηση. Είναι μια ένδειξη πως κάποιο από τα δικά σας κουμπιά έχει πατηθεί και όχι απαραίτητα ότι το παιδί σας κάνει κάτι λάθος.
Συνήθως το μοτίβο λειτουργεί κάπως έτσι:
Όταν αντιδράτε με θυμό, ή οποιοδήποτε άλλο έντονο συναίσθημα σε σχέση με το παιδί σας, ο λόγος είναι ότι έτσι έχετε μάθει να αμύνεστε ενάντια σ’ αυτά τα συναισθήματα που βιώσατε στην ηλικία του. Χωρίς να το συνειδητοποιείτε, η συμπεριφορά του παιδιού απειλεί
να ενεργοποιήσει τα δικά σας συναισθήματα απόγνωσης, επιθυμίας, μοναξιάς, ζήλιας ή εξάρτησης. Έτσι, χωρίς να το καταλαβαίνετε, επιλέγετε την εύκολη λύση. Αντί να προσπαθήσετε να καταλάβετε τι ακριβώς νιώθει το παιδί σας, καταλήγετε σε ένα εύκολο συμπέρασμα και περνάτε αμέσως στον θυμό, στον εκνευρισμό ή ακόμα και στον πανικό.
Καμιά φορά αυτά τα συναισθήματα που ενεργοποιούνται και που πηγάζουν από το παρελθόν μας πάνε πολλές γενιές πίσω.
Διαβάστε την συνέχεια στην επόμενη σελίδα