Η σκηνή διαδραματίζεται στο ιατρείο μου. Με επιμονή της μητέρας έρχεται η Χριστιάνα, η εικοσάχρονη κόρη της, που σπουδάζει στην Κρήτη. Η μητέρα επιμένει ότι η Χριστιάνα έχει προβλήματα. Αυτό που διαπιστώνω από τα πρώτα λεπτά είναι ότι η μαμά έχει προβλήματα.
Είναι αγχώδης και αγχωτική, θέλει τον έλεγχο των πάντων. Υερποστατευτική, αγωνιά για το παραμικρό. Η μητέρα έχει χωρίσει πριν δεκαπέντε χρόνια και είναι εμφανές ότι όλη η ζωή της περιστρέφεται γύρω από την κόρη της. Αναφέρει με μεγάλη ευκολία ότι, αν δεν δούλευε, θα κατέβαινε στην Κρήτη και θα έμενε μαζί με την κόρη της!
Απαιτούσε από την κόρη της να μιλούν τρεις φορές στο τηλέφωνο καθημερινά. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Αν το βράδυ δεν απαντούσε, τηλεφωνούσε σε όλες τις φίλες της μέχρι να την βρει. Αν δεν την έβρισκε, έστελνε κάποια φίλη στο σπίτι της κόρης της να δει αν έπαθε κάτι. Μετά από πολλές συγκρούσεις η μαμά “δέχτηκε” – θέλοντας και μη – το ένα τηλέφωνο την ημέρα. Τελειώνοντας η συνεδρία, η Χριστιάνα της πέταξε το εξής καταπληκτικό: “Μην ξεχάσεις να με δηλώσεις στο κτηματολόγιο”.
Στην επόμενη συνεδρία η Χριστιάνα μου εκμυστηρεύτηκε ότι του χρόνου σκοπεύει να επιβάλει την αραίωση των τηλεφώνων. “Καιρός είναι κ. Μαρτίδη, να ωριμάσει. Δεν ξέρετε τι βάρος ειναι να μεγαλώνεις τη μάνα σου!…”. Η μαμά της, μια σαραπεντάχρονη γυναίκα, είχε κάνει αιτήματα φιλίας στο facebook σε νεαρά αγόρια και κορίτσια, φίλους της κόρης της. Έτσι έμμεσα παρακολουθούσε τις κινήσεις της.
Όταν οι γονείς είναι τόσο υπερπροστατευτικοί, υπερελεγκτικοί τείνουν να εγκλωβίζουν τα παιδιά σε μια “φυλακή”. Αν το παιδί αποδεχθεί τα δεσμά της υπερπροστασίας, βαθμιαία καθιστάται αδύναμο, ανασφαλές, εξαρτημένο, μαλθακό. Κάθε αποχωρισμός βιώνεται σαν απώλεια. Το υπερπροστατευμένο παιδί θα δοκιμαστεί σκληρά όταν πάει να σπουδάσει, να υπηρετήσει αν είναι αγόρι, όταν θα παντρευτεί. Και αν μετά το γάμο η μαμά εξακολουθήσει να ανακατεύεται στη ζωή του ζευγαριού, θα υπάρχουν πολλά προβλήματα. Εκτός κι αν ο σύζυγος ή η σύζυγος κόψουν τον ψυχολογικό ομφάλιο λώρο με τη γονεϊκή οικογένεια.
Πόσο συχνά ακούμε γονείς να φωνάζουν “Φάε όλο σου το φαί, θα αρρωστήσεις», «Φόρα τό πανωφόρι, θα κρυώσεις», «Μην τρέχεις, θα ιδρώσεις», «Μην τρέχεις θα χτυπήσεις» , «Μη σκαρφαλώσεις, θα πέσεις», «Πρόσεξε, είναι επικίνδυνο, θα σκοτωθείς», «Προσοχή μην κοπείς», «Βρέχει έξω, πως θα βγεις;».
Άραγε γνωρίζουν οι υπερπροστατευτικοί γονείς τις συνέπειες της συγκεκριμένης συμπεριφοράς; Γνωρίζουν πώς είναι να μεγαλώνει το παιδί με συνεχή «μη», «αχ «πρόσεξε», «δεν μπορείς», «θα πέσεις» , «θα χτυπήσεις”; Ξέρουν πώς είναι να μεγαλώνει ένα παιδί με φοβίες; ‘Άν ήξεραν ότι έτσι διαμορφώνουν ένα παιδί μέ χαμηλή αυτοεκτίμηση, με χαμηλή αυτοπεποίθηση, γεμάτο φοβίες, τότε μάλλον θα επαναξιολογούσαν τη στάση τους. Η αλλαγή βέβαια δεν είναι εύκολη, ιδίως αν έχεις οργανώσει τη ζωή σου γύρω και μέσα από αυτή του παιδιού σου. Καί πόσο σπανιότερα ακούς ένα γονιό νά παρακινεί το παιδί του νά κάνει καινούργια πράγματα, να το ενθαρρύνει, να το επιβραβεύει για την τόλμη του! Να λέει «μπράβο», «δεν πειράζει», «μη φοβάσαι», «ξαναπροσπάθησε, θα τα καταφέρεις»!
Οι υπερπροστατευτικοί γονείς επιθυμούν το παιδί τους να μη βιώσει στενοχώρια, πόνο, απόρριψη, αποτυχία καί απογοήτευση. Υπάρχει όμως ζωή χωρίς στενοχώριες και δυσκολίες; Χωρίς λάθη, χωρίς κλάμα και πόνο; Και προσπαθούν να προλάβουν το κακό, να προστατέψουν από τον κίνδυνο, να το γλιτώσουν από το λάθος. Καί όσο το παιδί είναι πολύ μικρό καί έχει άγνοια κινδύνων, είναι αποδεκτό να κρατούν υπερπροστατευτική στάση, τουλάχιστον ως ένα βαθμό.
Μεγαλώνοντας, όμως, είναι δική τους ευθύνη να το εκπαιδεύσουν σωστά, ώστε σιγά-σιγά να μπορεί μόνο του να παίρνει τη ζωή στα χέρια του και να τολμά τη χαρά του ρίσκου. Γιατί το να μη ρισκάρεις στη ζωή τελικά ενέχει μεγαλύτερο ρίσκο.
Παρόμοιες συμπεριφορές αντί να βοηθούν το παιδί, το υπονομεύουν. Αποδυναμώνουν βασικές δεξιότητες και ικανοτητες αντί να τις εξελίσσουν, ώστε να μπορεί να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τις δυσκολίες της ζωής.
Κινδυνολογώντας ή και απαγορεύοντας δραστηριότητες που ταιριάζουν στην ηλικία του, του περνάνε το μήνυμα πως «δεν σε εμπιστεύομαι», «δεν μπορείς να τα καταφέρεις», «είσαι μικρός», «ο κόσμος είναι γεμάτους κινδύνους».
Το παιδί που μεγαλώνει με τέτοιο τρόπο θα φοβάται να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, να παίρνει αποφάσεις, θα νιώθει ανεπαρκές απέναντι στις ευθύνες της ζωής. Οι πιθανότητες να αναγνωρίσει και να δει τις πραγματικές του δυνατότητες μειώνονται δραματικά.