Παρατηρώ τον γιο μου να τρέχει. Κοιτάζω τα γερά πόδια του, τα μακριά χέρια του, τον τρόπο που βάζει το χέρι του ανάμεσα στα μαλλιά του και θυμάμαι… Θυμάμαι εκείνο το μικρό αγοράκι που έκανε δυο βήματα κι έπεφτε, που άπλωνε δυο μικρά χεράκια να με αγκαλιάσει, που φοβόταν το βράδυ, που λέγαμε κάθε βράδυ παραμύθια. Μια ολόκληρη εποχή, που ήταν μικρούλι, τόσο μικρό που χωρούσε παντού, που φοβόμουν να το κρατήσω…
Και βλέπω ότι μια ολόκληρη εποχή έφυγε σαν νερό μέσα από τα χέρια μου. Και σκέφτομαι πόσες από αυτές τις στιγμές πρόλαβα να κρατήσω, να ζήσω, να νιώσω; Πολλές, είναι η αλήθεια, αλλά ποτέ δεν ήταν αρκετές, και ποτέ δεν θα είναι.
Ο χρόνος κυλά σαν νερό κι οι εποχές που τα παιδιά μας είναι μικρά περνάνε γρήγορα. Αυτό από μόνο του είναι ένα σοφό δίδαγμα για εμάς τους γονείς. Να ζήσουμε όσο μπορούμε αυτές τις μοναδικές στιγμές που δεν γυρίζουν πίσω.
Συχνά, ανατρέχω σε αυτές τις στιγμές είτε μέσα στο μυαλό μου, είτε μέσα από φωτογραφίες και βίντεο και συνειδητοποιώ ότι η μητρότητα είναι τελικά ένα ταξίδι με πολλά «γλυκόπικρα» αντίο.
Κοιτάζοντας πίσω, μετρώ πόσα πολλά «αντίο» είπα και πόσα ακόμη θα πω… χωρίς καλά-καλά να το καταλάβω!
Είπα αντίο στην πρώτη του «κραυγή».
Στον πρώτο ήχο που ακούστηκε ποτέ από τα χείλη του.
Είπα αντίο στα μικροσκοπικά φορμάκια.
Στο πρώτο σετ πυτζάμες του – που λάτρευα.
Είπα αντίο στην αγαπημένη πρώτη του πιπίλα, όταν κατάλαβε πως δεν την χρειάζεται πια.
Είπα αντίο στην χαρά που έπαιρνα όταν τον έκανα μπάνιο και τον φιλούσα χωρίς να μου γκρινιάζει.
Του είπα αντίο στην πρώτη του μέρα στο σχολείο, προσπαθώντας πραγματικά πολύ να μην βάλω τα κλάματα, όταν τον έβλεπα να περπατά προς την τάξη και να κοιτάζει τριγύρω με ανήσυχο βλέμμα.
Και ξέρω πως κάποια μέρα… σύντομα…
…θα του πω αντίο όταν θα φεύγει από αυτό το σπίτι, για να πάει φοιτητής πια, σε ένα δικό του.
Πολλές φορές κατηγορώ τον εαυτό μου που βιαζόμουν να μεγαλώσει.
Συχνά ήθελα να γίνουν όλα γρήγορα μέχρι να μπορούμε να «συνεννοηθούμε». Πάντα είχα μια δικαιολογία για αυτό. Άντε να περάσουν οι πρώτοι μήνες, έλεγα, να αρχίσει να καταλαβαίνει. Μόλις έφτανα σε αυτή την περίοδο έλεγα «άντε να περπατήσει λίγο να πηγαίνουμε βόλτες». Μετά «άντε να πάει στο νηπιαγωγείο», «άντε να πάει στο δημοτικό» και τελικά φτάσαμε στο σήμερα.
Ίσως να βιάστηκα πολύ. Κυρίως μέσα μου.
Πολλές φορές η κούραση, αυτή η αδιαμφισβήτητη κούραση που νιώθεις σαν μάνα, σε κάνει να ονειρεύεσαι το παιδί σου μεγάλο κι εσένα «ελεύθερη» από το άγχος μην πνιγεί, μην ανεβάσει πυρετό, να περπατήσει, να βγάλει την πάνα, να λέει τραγουδάκι, να βγάλει τα δόντια και τόσα άλλα.
Μα τελειώνουν ποτέ οι έννοιες όταν είσαι γονιός; Ποτέ. Ίσα-ίσα μεγαλώνουν μαζί με το παιδί.
Μέσα σε αυτήν τη «βιασύνη» που διέπει τη ζωή μας, ξεχνιόμαστε και μπαίνουμε άθελά μας σε αυτήν τη «δίνη» του «άντε να μεγαλώσει!». Και πάντα λες, «άντε να περάσει κι αυτό», «άντε να περάσει κι εκείνο» και χωρίς να το συνειδητοποιείς αντιμετωπίζεις τον χρόνο, σαν να είναι ένας τεράστιος βράχος που τον σπρώχνεις στην ανηφόρα. Και σπρώχνοντας αυτόν τον βράχο, ιδρώνοντας κι αγκομαχώντας, χάνεις όλα τα όμορφα της διαδρομής. Κι όταν κοιτάξεις πίσω, τα βλέπεις ξαφνικά μπροστά σου, όλα εκείνα τα σπουδαία, τα ιδιαίτερα, τα μοναδικά, που τότε δεν πρόσεχες, κι ίσως τώρα μετανιώνεις. Όμως, ποτέ δεν είναι αργά.
Γιατί, ευτυχώς, για κάθε «αντίο» που λέμε στο μεγάλωμα των παιδιών μας, έρχεται πάντα κάτι «νέο» να καλωσορίσουμε. Κι αυτή είναι τελικά η μαγεία τού να έχει κανείς παιδιά. Σίγουρα, δεν θα ξαναγίνουν ποτέ πέντε, δέκα και δώδεκα χρονών, αλλά ας ευχόμαστε κάθε μέρα, να είμαστε εδώ, να είμαστε καλά και να ζήσουμε μαζί τους όσο πιο πολλά μπορούμε!
Γράφει η Αποστολία Καζάζη