Το νήπιο, την ώρα της γέννησής του θα ένιωθε το φόβο τον θανάτου, αν μια ευλογημένη μοίρα δεν το προφύλασσε από την επίγνωση της αγωνίας που συνεπάγεται ο διαχωρισμός από τη μητέρα και την ενδομήτρια ζωή του.
Ακόμα κι όταν γεννηθεί, το νήπιο ελάχιστα διαφέρει σε σχέση με την πριν από τη γέννησή του κατάσταση. Δεν μπορεί ν’ αναγνωρίσει αντικείμενα, δεν έχει συνείδηση του εαυτού του και του κόσμου που υπάρχει γύρω του. Το μόνο που νιώθει είναι η θετική διέγερση της ζεστασιάς και της τροφής κι ακόμα δε μπορεί να ξεχωρίσει τη ζεστασιά και την τροφή από την πηγή της: τη μητέρα.
Η μητέρα είναι η ζεστασιά, η μητέρα είναι η τροφή, η μητέρα είναι η ευχάριστη κατάσταση της ποίησης και της ασφάλειας. Αυτή η κατάσταση είναι κατάσταση ναρκισσισμού, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Φρόυντ. Η εξωτερική πραγματικότητα, πρόσωπα και πράγματα, έχουν σημασία μόνο με την έννοια της ικανοποίησης ή όχι της εσωτερικής κατάστασης του σώματος. Πραγματικό είναι μονάχα το εσωτερικό · το έξωτερικό είναι πραγματικό μόνο σε σχέση με τις ανάγκες μου και ποτέ σε σχέση με αυτές καθαυτές τις δικές του ιδιότητες ή ανάγκες.
‘Οταν το νήπιο μεγαλώνει και αναπτύσσεται, αποκτά την ικανότητα να αντιλαμβάνεται τα πράγματα όπως αυτά είναι. Η ικανοποίηση που νιώθει από την τροφή είναι τώρα κάτι διαφορετικό από το στήθος της μητέρας.
Τελικά το παιδί αντιλαμβάνεται ότι η δίψα, το γάλα που τη σβήνει, ο μαστός και η μητέρα είναι διαφορετικά πράγματα. Το παιδί μαθαίνει ακόμα να ξεχωρίζει πολλά άλλα πράγματα και να διαπιστώνει ότι έχουν τη δική τους ξεχωριστή ύπαρξη.
Σ’ αυτό το στάδιο μαθαίνει να ονομάζει τα διάφορα αντικείμενα. Ταυτόχρονα μαθαίνει να τα χειρίζεται. Μαθαίνει ότι η φωτιά καίει και προκαλεί πόνο, ότι το σώμα της μητέρας είναι ζεστό κι ευχάριστο, ότι το ξύλο είναι σκληρό και βαρύ, ότι το χαρτί είναι ελαφρύ και σκίζεται.
Μαθαίνει ακόμα να χειρίζεται τους γύρω του ανθρώπους. Ξέρει ότι η μητέρα του θα χαμογελάσει όταν φάει το φαγητό του και ότι θα το πάρει στην αγκαλιά της όταν κλάψει, και θα το επαινέσει αν κάνει την κένωσή του.
Όλες αυτές οι εμπειρίες αποκρυσταλλώνονται και ολοκληρώνονται σ’ ένα συναίσθημα: μ’ αγαπάνε.
Η μητέρα μου μ’ αγαπάει γιατί είμαι παιδί της, γιατί τίποτε δε μπορώ να κάνω μόνος μου, γιατί είμαι ένα όμορφο και αξιοθαύμαστο πλάσμα, γιατί η μητέρα μου με έχει ανάγκη.
Με μια γενικότερη διατύπωση το παιδί θα έλεγε: «μ’ αγαπάνε γι’ αυτό που είμαι» και ακριβέστερα ίσως: «μ’ αγαπάνε γιατί υπάρχω». Αυτή η εμπειρία του παιδιού ότι αγαπιέται από τη μητέρα είναι παθητική.
Δεν έχω τίποτε να κάνω με σκοπό να μ’ αγαπήσει η μητέρα μου. Η αγάπη της είναι άνευ όρων. Το μόνο που έχω να κάνω είναι να υπάρχω, να είμαι το παιδί της.
Η αγάπη της μητέρας είναι ευλογία και ειρήνη. Δεν χρειάζεται να προσπαθήσεις να την αποκτήσεις, ούτε να την αξίζεις. Υπάρχει όμως μια αρνητική πλευρά στην χωρίς όρους αγάπη της μητέρας. Ενώ δεν είναι ανάγκη να την αξίζεις, δεν μπορείς όμως και να την αποκτήσεις, να τη δημιουργήσεις ή να την ελέγχεις. Αν υπάρχει είναι ευλογία. Αν δεν υπάρχει είναι σαν να χάθηκε από τη ζωή όλη η ομορφιά.
Έριχ Φρομ “Η τέχνη της αγάπης”