Εγώ σ’ αγαπάω πιο πολύ…
Η γυναίκα μου κάνει συχνά αυτή τη «συζήτηση» με τον μεγαλύτερο γιο μου:
Εκείνος: Σ’ αγαπάω, μαμά.
Εκείνη: Κι εγώ, αγοράκι μου.
Εκείνος (που θέλει πάντα να κερδίζει) : Εγώ σ’ αγαπάω πιο πολύ.
Εκείνη: Λυπάμαι, παιδί μου, αλλά εδώ δεν έχεις καμία πιθανότητα να κερδίσεις.
Η γυναίκα μου έχει δίκιο. Όσο κι αν τον πειράζει, αυτή τη μάχη θα τη χάνει ξανά και ξανά. Ποτέ δεν θα μπορέσει να μας αγαπήσει περισσότερο απ’ όσο τον αγαπάμε εμείς. Και όταν λέμε δεν θα μπορέσει περισσότερο, εννοούμε: ούτε με μεγαλύτερη ένταση ούτε με τον ίδιο τρόπο, αφού η αγάπη του προς εμάς δεν θα είναι ποτέ άνευ όρων (ούτε και θα ήταν υγιές να είναι).
Ας αφήσουμε γι’ αργότερα τον ορισμό του συναισθήματος για το οποίο μιλάμε (της αγάπης), κι ας αναρωτηθούμε: τι σημαίνει άνευ όρων; Κατά τη γνώμη μας, σημαίνει ακριβώς και κυριολεκτικά αυτό που λένε οι λέξεις: ένα συναίσθημα που δεν θέτει όρους. Μια αγάπη που υπάρχει, διαρκεί και διατηρείται ακέραια, ανεξάρτητα από το τι συμβαίνει ή τι κάνει το αγαπημένο πρόσωπο. Είναι σαφές: θ’ αγαπάμε τα παιδιά μας ακόμη κι αν μας κάνουν να υποφέρουμε, ακόμη κι αν μας φέρονται άσχημα, ακόμη κι αν δεν θέλουν να μας ξαναμιλήσουν, ακόμη κι αν -εν ολίγοις- δεν μας αγαπάνε… Ακόμη και στη χειρότερη περίπτωση, εμείς θα εξακολουθήσουμε να τ’ αγαπάμε. Γιατί; Γιατί έτσι. Γιατί είναι παιδιά μας. Γιατί από τη στιγμή που τα γεννήσαμε και τα υιοθετήσαμε, έγιναν μέρος μας – κι αυτό είναι κάτι μη αναστρέψιμο.
Πριν από λίγο καιρό ένας ασθενής είπε σε μια συνεδρία πως η εννιάχρονη κόρη του τον ρώτησε: «Μπαμπά, μ’ αγαπάς, έτσι δεν είναι;»
«Πάρα πολύ» απαντάει ο μπαμπάς με κάθε ειλικρίνεια. «Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον στον κόσμο.»
«Α… και γιατί μ αγαπάς;»
«Τι ερώτηση! Μα γιατί είσαι η κόρη μου!» λέει αυτός, σαν να ήταν αυτονόητο.
«Καλά, καλά» λέει το κοριτσάκι, «αυτό το ξέρω».
Η μικρή έμεινε με την αίσθηση πως η ερώτησή της δεν είχε απαντηθεί. Η απάντηση του πατέρα επιβεβαίωνε το προφανές κι έδειχνε πως η ερώτηση ήταν άτοπη (και παρόλο που δεν το ήξερε κανένας από τους δύο, ήταν όντως έτσι: η άνευ όρων αγάπη, δεν χρειάζεται εξηγήσεις). Το κοριτσάκι, όμως, ήθελε να μάθει κι άλλα.
«Αυτό που θέλω να σε ρωτήσω» εξηγεί η μικρή, «είναι για ποια πράγματα μ’ αγαπάς. Τι έχω εγώ και μ’ αγαπάς;»
Αυτή τη φορά η απάντηση δεν ήταν τόσο εύκολη, κι ο μπαμπάς χρειάστηκε να το σκεφτεί• να κοιτάξει τη μικρή σαν -ας πούμε- να μην ήταν κόρη του, σαν να μην την είχε αγαπήσει ποτέ, για να μπορέσει ν’ ανακαλύψει ό,τι αξιαγάπητο είχε και να της το πει (αν και στο τέλος θα έπρεπε να της πει ότι, έτσι κι αλλιώς, ακόμη κι αν δεν είχε τίποτα το αξιαγάπητο, ακόμη κι αν όλα πάνω της ήταν στραβά κι ανάποδα, εκείνος πάλι το ίδιο θα την αγαπούσε).
Αξίζει ν’αναρωτηθούμε πώς της ήρθε της μικρής να κάνει αυτήν την ερώτηση γιατί, αργά ή γρήγορα, όλοι όσοι έχουμε παιδιά θα χρειαστεί ν’ απαντήσουμε. Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι κάποια στιγμή τα παιδιά, καθώς προετοιμάζονται να βγουν στη ζωή, θα στρέψουν το βλέμμα προς άλλα άτομα πέρα από τους γονείς τους και θ’ αναρωτηθούν αν θα μπορέσει και κάποιος άλλος να τ’ αγαπήσει όπως εκείνοι. Η μικρή αντιλαμβάνεται ενστικτωδώς πως οι άλλοι δεν θα την αγαπήσουν «έτσι απλά». Δηλαδή, χωρίς να ξέρει το γιατί, αντιλαμβάνεται πως η άνευ όρων αγάπη προέρχεται αποκλειστικά και μόνο από τους γονείς, και γι’ αυτό ακριβώς αναζητά πάνω της αυτά τα χαρίσματα και αυτά τα αξιαγάπητα χαρακτηριστικά που θα κινήσουν το ενδιαφέρον και των άλλων ανθρώπων.
ΓΟΝΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΑ, ΧΟΡΧΕ & ΝΤΕΜΙΑΝ ΜΠΟΥΚΑΙ, Εκδόσεις OPERA
Το διαβάσαμε στο Lectures Bureau