Μετά από σχεδόν 15 μήνες εκτός δουλειάς, έφτασε η ώρα που μας τελειώσαν όλα, άδειες τοκετού, λοχείας, μητρότητας, ανατροφής, έτους, ότι άδεια έχει κατεβάσει ο ανθρώπινος νους καταναλώθηκε μέχρι τελευταίας ρανίδας.
Μετά από τόσο καιρό εκτός δουλειάς έχεις ξεχάσει πως δούλευες ποτέ.
Έχεις ξεχάσει πώς είναι να ξυπνάς με ξυπνητήρι την ώρα που ορίζει το ωράριο εργασίας σου και όχι την ώρα που αποφασίζει το βλαστάρι σου ότι πείνασε, δίψασε, θέλει αγκαλίτσα ή να παίξει.
Έχεις ξεχάσει τι φοράει κανείς για να πάει δουλειά. Μετά από ένα γεμάτο εξάμηνο που έτσι κι αλλιώς δεν σου έκανε τίποτα οπότε κυκλοφορούσες σαν σακί με πατάτες κι ένα χρόνο που η φόρμα ήταν τα κανονικά σου και το τζιν “τα καλά σου”, δε θυμάσαι τι φοράει ο κόσμος για να πάει στη δουλειά. Έχεις επίσης ξεχάσει πώς περπατάνε πάνω σε τακούνια στις εφτά το πρωί. Γιατί η κάλτσα/παντόφλα/σαγιονάρα ήταν οι μόνες εναλλακτικές που έπαιζαν ως τώρα στη ζωή σου.
Έχεις ξεχάσει πώς βάφεται ο κόσμος για να πάει στη δουλειά του γιατί ένα χρόνο τώρα το liposan ήταν το πιο βαρύ κραγιόν που είχες φορέσει.
Έχεις ξεχάσει πώς είναι να φεύγεις από το σπίτι χωρίς καρότσι και να μπαίνεις στο αυτοκίνητο χωρίς να βάζεις ένα μαινόμενο πλάσμα στο καθισματάκι του.
Έχεις ξεχάσει πώς είναι να οδηγείς χωρίς να κάνεις ανάστροφη πόζα της yoga σε κάθε φανάρι για να δεις αν είναι καλά το πλασματάκι στο πίσω κάθισμα ή για να βρεις-βάλεις πιπίλα επειδή έχει πλαντάξει.
Έχεις ξεχάσει πώς είναι να τρέχεις για να προλάβεις γιατί πρέπει κάποια συγκεκριμένη ώρα να είσαι κάπου, αφού το τελευταίο αυστηρό ραντεβού που είχες ήταν στις 12 στην παιδική χαρά, “εκτός αν παρακοιμηθεί η μικρή οπότε θα αργήσουμε λίγο”.
Όμως δεν έχεις ξεχάσει, γιατί δεν ήξερες ως τώρα πώς είναι να ανοίγεις λιγάκι, μια χαραμάδα την πόρτα της πριν φύγεις, για να τη δεις να κοιμάται ήρεμα και να πάρεις αυτή την εικόνα μαζί σου για την υπόλοιπη ημέρα.
Δεν ξέρεις πώς είναι να κλείνεις την πόρτα πίσω σου και να μην μπορείς να σταματήσεις τα δάκρυα που τρέχουν ποτάμι (και να αγχώνεσαι και για το μακιγιάζ).
Δεν ξέρεις πώς είναι να παίρνεις 10 τηλέφωνα τη μέρα για να μάθεις αν έφαγε/κοιμήθηκε/έκανε κακά/έπαιξε/έκλαψε/σε ζήτησε (σε ζήτησε ή σε ξέχασε;) και να έχεις σηκώσει και κατεβάσει το ακουστικό άλλες 20 ξέροντας πως γίνεσαι υπερβολική.
Δεν ξέρεις πώς είναι να τη βάζεις το βράδυ για ύπνο και να πονάει όλο το μέσα σου γιατί ξέρεις πως θα την ξαναδείς το επόμενο απόγευμα.
Δεν ξέρεις πώς είναι να γυρνάς ένα πτώμα σπίτι και αντί να εύχεσαι να κοιμάται για να ξαποστάσεις κι εσύ λίγο, να παρακαλάς να είναι ξύπνια για να την πάρεις αγκαλιά και να της δώσεις όλα τα φιλιά που δεν της έδωσες μέσα στη μέρα.
Δεν ξέρεις πώς είναι να γυρνάς σπίτι και να ανυπομονείς όχι να βγάλεις τα παπούτσια σου/ να φας κάτι/ να ξαπλώσεις/ να χαζέψεις στο facebook, αλλά να πας στις κούνιες για να ακούσεις λίγο αυτό το κακαριστό γέλιο που κάνει όταν σπρώχνεις την κούνια ψηλά ψηλά!
Δεν ξέρεις πώς είναι να σε ενημερώνει ένας τρίτος πως το παιδί σου σήμερα είπε μπά-λα, έμαθε να κατεβαίνει μόνο του την τσουλήθρα και προτιμάει το σπανακόρυζο από τις φακές.
Και πιο πολύ απ’ όλα δεν ξέρεις πώς είναι να φεύγεις και να αφήνεις τη μισή σου καρδιά στο σπίτι.
Γράφει η Έφη Μόρδου
Περισσότερα άρθρα της μπορείτε να βρείτε στο blog της Πρώτη Φορά Μαμά.
Διαβάστε επίσης:
Πάω στη δουλειά, να ξεκουραστώ – από τη «μαμαδίλα»