Λεβέντης, δυο μέτρα, με θλιμμένο βλέμμα που ακτινογραφούσε τις ψυχές. Εσωστρεφής, δύσκαμπτος και λιγομίλητος. Αυτός ήταν ο μπαμπάς μου σε δυο φράσεις στα μάτια των άλλων. Δεκαετία του 60 σκέψου.
Εκείνος στην κεφαλή του τραπεζιού, άρχοντας και γύρω γύρω η μάνα μου, οι αδερφές μου και η γιαγιά μου να πηγαινοφέρνουν τη φροντίδα τους σε πιατέλες. Κι εγώ η μικρότερη, να κοιτάω με τη μύτη μου ίσα να ακουμπά στο τραπέζι αυτόν τον οικογενειακό «χορό». Τρώγαμε με γέλια, ιστορίες και διηγήσεις της μαμάς και της γιαγιάς κυρίως, από τα παλιά, από τότε που εγώ ήμουν αγέννητη κι εκείνος δεν μιλούσε, τις άκουγε μόνο και ένιωθα πως το ευχαριστιόταν, αλλά δεν το έδειχνε.
Μετά το φαγητό, πήγαινε να ξαπλώσει. Σηκωνόταν, θυμάμαι, περνούσε από δίπλα μου, μου χάιδευε λίγο τα μαλλιά και έφευγε για το δωμάτιο. Κανείς δεν τον θυμάται να χαϊδεύει, να αγκαλιάζει και να φιλάει τα παιδιά του. Να τα πετάει ψηλά και να τα παίζει μαζί τους. Να τα γαργαλάει ή να τα επιβραβεύει.
Ο μπαμπάς μου ήταν, για όλους, ένας «καλός οικογενειάρχης» και ένας αυτοδημιούργητος άντρας που δεν σήκωνε πολλά.
Κανείς δεν γνώρισε αυτόν που ανακάλυψα εγώ ή με άφησε να ανακαλύψω, σκαλίζοντας σταθερά με την αξίνα της υπομονής το πρώτο στρώμα, που αν έμπαινες στον κόπο να ασχοληθείς μαζί του, δεν ήταν τσιμέντο, αλλά τσόφλι.
Ο μπαμπάς μου δεν γελούσε, αλλά γελούσαν τα μάτια του.
Κύρτωναν στις άκρες, σαν θλιμμένα, και αυτό ήταν το γέλιο του, και μόνο εγώ το ήξερα. Και το διέκρινα κάθε φορά που του έκανα γκριμάτσες, ή που δοκίμαζα να μιμηθώ μια γειτόνισσα που περπατούσε με ένα τρόπο λες και είχε μια μπάλα ανάμεσα στα πόδια της, που την εμπόδιζε να τα φέρει κοντά το ένα στο άλλο.
Δεν έλεγε ποτέ «μπράβο» ή έτσι νόμιζαν όλοι. Όμως έλεγε.
Άπλωνε το χέρι του και με την παλάμη του μου «ζύμωνε» τον ώμο κι αυτό ήταν η επιβράβευσή του. Τα καλοκαίρια με έπαιρνε μαζί του για ψάρεμα. Εκεί μέσα στην απόλυτη σιωπή κάναμε τις καλύτερες κουβέντες και πήρα τα μεγαλύτερα μαθήματα. Ήταν εξαιρετικός ψαράς, όμως φρόντιζε να «πιάνει» μόνο μια τηγανιά. «Θέλω κι άλλα ψαράκια» του έλεγα. «Δεν χρειάζεται να ξοδεύουμε ζωές για το κέφι μας» απαντούσε, «πρέπει να τις σεβόμαστε».
Με έμαθε να είμαι δίκαιη, συμπονετική, να με αφορούν τα προβλήματα των άλλων, γιατί «όλοι είμαστε συνδεδεμένοι, με έναν τρόπο, και η δυστυχία και η ευτυχία είναι μεταδοτική». Με έμαθε να σέβομαι τα χρήματα, τον κόπο που χρειάζονται για να βγουν, τον χρόνο που «χάνεις» για να τα κερδίσεις, αν δεν κάνεις κάτι που σου αρέσει, τον κόπο του εργαζόμενου. Με έμαθε να αγαπώ τα λάθη μου, να τα παραδέχομαι και να έχω πάντα μια έντιμη δικαιολογία γι’ αυτά. Με έμαθε να μετρώ τον πλούτο και τη φτώχεια και μου εντρύφησε την πεποίθηση ότι η φτώχια δεν είναι κατάρα αλλά μια ευκαιρία να ονειρευτείς.
Ευτυχώς τον έζησα αρκετά, και πρόλαβα να του πω όλα τα «σ΄αγαπώ» και τα «ευχαριστώ» που του άξιζαν. Και όταν έφυγε του τα είχα όλα ειπωμένα. Δεν έμεινα πίσω με απωθημένα και με σκέψεις χωρίς παραλήπτη. Και νιώθω ευλογημένη γι’ αυτό. Και όσο περνάνε τα χρόνια χωρίς εκείνον η μνήμη του όλο και δυναμώνει και οι κουβέντες του με συναντάνε πριν από κάθε σημαντική απόφαση και κάθε σημαντικό βήμα στην ζωή μου.
Και κάθε φορά που όλοι μου λένε:
– Καλός ο πατέρας σου, αλλά ψυχρός ρε παιδί μου», τους απαντώ μέσα μου:
– Σημασία δεν έχει ποιος ήταν ο μπαμπάς μου, αλλά ποιος θυμάμαι εγώ ότι ήταν.
Και τώρα πια ξέρω, πως αυτό που θυμάμαι εγώ, ήταν αυτό που κρατούσε μόνο για μένα.
Γράφει η Αποστολία Καζάζη