Μέχρι και πριν λίγα χρόνια οι γονείς ενδιαφερόντουσαν πρώτιστα για την πνευματική και διανοητική καλλιέργεια των παιδιών τους, θεωρώντας ότι η υψηλή νοητική επάρκεια – εφυία αποτελεί εγγυητικό παράγοντα ικανότητας, επιτυχίας και γιατί όχι συναισθηματικής επάρκειας ενός ατόμου.
Σήμερα, με τη θεωρία της συναισθηματικής νοημοσύνης (E.Q.) που καθιέρωσε ο ψυχολόγος D.Goleman οι ειδικοί πιστεύουν ότι η πορεία ενός ανθρώπου εκτός από το δείκτη της ευφυΐας του εξαρτάται και από ένα σύνολο κάποιων άλλων χαρακτηριστικών που περιλαμβάνει η έννοια της συναισθηματικής νοημοσύνης.
Αυτά τα χαρακτηριστικά αφορούν την ικανότητα του ατόμου ν’αναγνωρίζει τα συναισθήματα του. Ν’ακούει τους άλλους και να τους συναισθάνεται. Να εκφράζει και να διαχειρίζεται αποτελεσματικά αυτό που νιώθει, ώστε να έχει καλές διαπροσωπικές σχέσεις. Μ’άλλα λόγια, όταν το άτομο μπορεί ν’αντέχει και να διαχειρίζεται τις απογοητεύσεις, είναι ικανό να διεκδικεί όπως και να επιλύει συγκρούσεις. Να χαλιναγωγεί την επιθυμία του. Να βρίσκει κίνητρα για τον εαυτό του. Να ρυθμίζει αποτελεσματικά τη διάθεσή του. Να έχει ενσυναίσθηση και να νιώθει αισιοδοξία και ελπίδα για τη ζωή.
Τότε θεωρούμε ότι έχει υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη.
Τώρα, αν αναρωτιέστε πόσο εύκολο είναι να κατακτήσει κάποιος αυτή τη «λίστα των ικανοτήτων» της συναισθηματικής νοημοσύνης, το βέβαιο είναι ότι αυτό το είδος της νοημοσύνης καλλιεργείται σ’όλες τις ηλικίες και, κυρίως, στα παιδιά, γιατί αυτά μαθαίνουν ευκολότερα. Κι επειδή, σύμφωνα, με τον D.Goleman «η οικογενειακή ζωή είναι το πρώτο σχολείο της συναισθηματικής μάθησης», οι γονείς θα πρέπει, καταρχήν, να κατανοήσουν:
Πόσο σημαντικός είναι ο τύπος αλληλεπίδρασης-διαπαιδαγώγησης που ακολουθούν με τα παιδιά τους και
Πώς αυτός σχετίζεται με την ανάπτυξη συναισθηματικά υγιέστερων παιδιών.
Υπάρχουν 4 τύποι γονέων με βάση τη θεωρία της συναισθηματικής νοημοσύνης.
1. Oι αποστασιοποιημένοι γονείς
Αποστασιοποιούνται ή αγνοούν τα συναισθήματα του παιδιού γιατί θεωρούν ότι τα συναισθήματα δεν είναι σημαντικά ή γιατί δεν ξέρουν τι άλλο να κάνουν. Επιθυμούν την άμεση εξαφάνιση των αρνητικών συναισθημάτων από τα παιδιά και νιώθουν άβολα με αυτά. Δεν επιδιώκουν την επίλυση προβλημάτων επειδή πιστεύουν ότι με το χρόνο θα λυθούν. Υποβαθμίζουν τα γεγονότα που οδήγησαν στη έκφραση των συναισθημάτων και επικεντρώνονται στη χρήση περισπασμών με σκοπό την αναστολή των συναισθημάτων.
2. Οι επικριτικοί-αποδοκιμαστικοί γονείς
Κρίνουν κι επικρίνουν τα συναισθήματα των παιδιών. Τιμωρούν το παιδί που εκφράζει, κυρίως, τ’αρνητικά του συναισθήματα. Πιστεύουν ότι το να γίνεται κάτι τέτοιο είναι αντιπαραγωγικό και χάσιμο χρόνου κι ότι για να επιβιώσουν τα παιδιά πρέπει να’ναι σκληρά. Θεωρούν ότι το παιδί που εκφράζει αρνητικά συναισθήματα έχει ‘’κακό χαρακτήρα’’ και ότι μ’αυτό τον τρόπο θέλει κάτι να πετύχει. Αυτή η ιδέα οδηγεί σε οικογενειακές συγκρούσεις και επιβολή εξουσίας.
Αποτέλεσμα των δυο παραπάνω τύπων διαπαιδαγώγησης είναι τα παιδιά να μαθαίνουν ότι τα συναισθήματα είναι ακατάλληλα, λανθασμένα και χωρίς αξία. Επίσης, δυσκολεύονται να τα διαχειριστούν και πιστεύουν για τον εαυτό τους, ότι “κάτι δεν πάει καλά με τη φύση τους’’.
3. Οι επιτρεπτικοί-παραχωρητικοί γονείς
Αποδέχονται ελεύθερα οποιαδήποτε έκφραση συναισθήματος. Παρηγορούν το παιδί που βιώνει αρνητικά συναισθήματα. Επιτρέπουν προσφέροντας ελάχιστη καθοδήγηση. Δεν θέτουν όρια στα παιδιά ούτε τα διδάσκουν τρόπους επίλυσης προβλημάτων. Δεν εκπαιδεύουν το παιδί για τη σημασία των συναισθημάτων. Αντιμετωπίζουν τη διαχείριση των συναισθημάτων τους με μια μέθοδο εκτόνωσης. Σαν “ν’ανοίγουν το καπάκι για να φύγει η πίεση και μετά όλα διορθώνονται’’.
Αποτέλεσμα αυτού του τύπου διαπαιδαγώγησης είναι τα παιδιά να δυσκολεύονται:
Στη διαχείριση των συναισθημάτων τους, στο να συγκεντρωθούν, να κάνουν φίλους και να τα πάνε καλά μαζί τους.
4. Οι συναισθηματικοί μέντορες
Βλέπουν τ’αρνητικά συναισθήματα των παιδιών τους ως ευκαιρία για στενή επικοινωνία. Είναι διαθέσιμοι ν’αφιερώσουν χρόνο σ’ένα λυπημένο, φοβισμένο ή θυμωμένο παιδί χωρίς ν’ανυπομονούν όταν εκφράζει αυτά που νιώθει. Σέβονται τα συναισθήματα του παιδιού λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη κυρίως, τ’αρνητικά συναισθήματα που τυχόν εκφράζει. Οι ίδιοι οι γονείς εκτιμούν κι έχουν επίγνωση των δικών τους συναισθημάτων. Δεν λένε στο παιδί πώς πρέπει να αισθάνεται. Είναι ευαίσθητοι. Δεν αισθάνονται σύγχυση ή άγχος όταν καλούνται ν’αντιμετωπίσουν τη συναισθηματική έκφραση των παιδιών.
Αποτέλεσμα αυτού του τύπου διαπαιδαγώγησης είναι τα παιδιά ν’αναπτύσσουν υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη μ’αποτέλεσμα να εμπιστεύονται τα συναισθήματά τους. Να επιλύουν προβλήματα. Να’χουν καλές διαπροσωπικές σχέσεις και να λειτουργούν ομαδικά. Να συγκεντρώνονται καλύτερα και ν’αρρωσταίνουν λιγότερο.
Μπορούν όλοι οι γονείς να γίνουν συναισθηματικοί μέντορες για τα παιδιά τους;
Μπορούν, αρκεί να το θέλουν.
Η συναισθηματική αγωγή απαιτεί προσπάθεια κι εξάσκηση. Προϋπόθεση για την επιτυχία της διαδικασίας αποτελεί οι γονείς να’χουν γνώση των συναισθημάτων. Να μπορούν να διαχειρίζονται τα δικά τους συναισθήματα. Να καλλιεργήσουν τις κατάλληλες δεξιότητες αποτελεσματικής επικοινωνίας.
Ελένη Νικολάου, Ψυχολόγος με εκπαίδευση στη Γνωσιακή Συμπεριφοριστική Ψυχοθεραπεία