Θυμάμαι χρονιές που η ζωή κυλούσε πιο γρήγορα. Θέλω να χαϊδέψω το φρένο, να τα ξαναζήσω όλα από την αρχή, ίσα ίσα για να θυμηθώ εκείνες τις στιγμές που η κόρη μου ήταν μικρή, δεν μπορούσε με τίποτα να μάθει την προπαίδεια και είχα απλώσει στο πάτωμα βιβλία και μαξιλάρια και κάναμε μαζί βηματάκια: «2 επί 1 μας κάνει 2 και κάνω ένα ακόμη βήμα, 2 επί 2 μας κάνει 4 και κάνω ένα ακόμη…».
Οι δείκτες τρέχουν στα ρολόγια πιο γρήγορα κι εγώ χάνομαι πίσω στον χρόνο, όπως στην ταινία «Επιστροφή στο μέλλον» μόνο που μένω ίδιος, εκείνη είναι πιο μικρή, βγαίνει χαμογελαστή από την πρώτη τάξη και μου λέει στο αυτί με χαμόγελο «είχαμε τη λέξη μήλο στην ορθογραφία» και αμέσως μετά συνωμοτικά ψιθυρίζει «μόνο τρία λάθη έκανα» και μου κλείνει το μάτι.
Τη χρονιά αυτή ένας είναι ο εφιάλτης μου.
Κάθε νύχτα το ίδιο όνειρο. Οδηγώ αυτοκίνητο που δεν ελέγχω, δε φτάνουν τα πόδια μου στο φρένο, κάποιος με πετάει στο πίσω κάθισμα και με δέρνει, ενώ το αυτοκίνητο σκουντουφλάει κι ανεβοκατεβαίνει λακκούβες, πεζοδρόμια, χαντάκια από έργα της ΕΥΔΑΠ ή του Δήμου (δεν είμαι σίγουρος) που ανοίχτηκαν όμως πριν από δύο τετραετίες και πέφτει το αυτοκίνητο, αιωρείται στο κενό (κι εγώ μέσα ακόμα) να με κοιτάζουν και να με δείχνουν μάλλον ειρωνικά εργάτες που δούλευαν στις λακκούβες και στα χαντάκια που σας έλεγα και που μάλλον τους ανάγκασα («δεν το ήθελα» φωνάζω δικαιολογίες) να σταματήσουν απότομα.
Τίποτα όμως δεν εξαρτάται από μένα. Και τότε ξυπνάω. Είναι πέντε, μπορεί και έξι το πρωί, αλλά δεν ξανακοιμάμαι.
Τη χρονιά αυτή η κόρη μου έχει κλείσει τα δεκαοχτώ, χαμογελάει το ίδιο γλυκά, δεν προσπαθεί πλέον να μάθει την προπαίδεια, ίσως και να την ξέρει, αλλά τι σημασία έχει πια; Διαβάζει ατελείωτες ώρες αρχαία, λατινικά, ιστορία και προετοιμάζεται να δώσει πανελλαδικές. Όταν χάνει λίγο από το κουράγιο της, της λέω ιστορίες δικές μου και της μιλάω για την αγωνία που είχα κι εγώ στην τρίτη λυκείου, όταν κι εγώ έδινα πανελλαδικές ή τότε τις έλεγαν πανελλήνιες; Τι σημασία έχει όμως; Κλείνει τα μάτια, ίσως να μη με ακούει και μου βγαίνουν αυθόρμητα οι πατρικές συμβουλές πως δηλαδή χρειάζεται λίγη ακόμη επιμονή κι υπομονή και τότε ανοίγει τα μάτια «μην αρχίζεις πάλι» και συνεχίζει το διάβασμα.
Ψάχνω στο ίντερνετ κείμενα ομοιοπαθών γονέων που ο ένας συμβουλεύει τον άλλον πώς θα ξεπεραστεί αυτό το άγχος. Παιδιά και γονείς μια ολόκληρη χρονιά στα όρια τους, να χάνουν στα ξαφνικά την ψυχραιμία τους, να θέλουν μια καλή κουβέντα, να χρειάζονται ένα τρυφερό βλέμμα, να ψάχνουν ένα αισιόδοξο χαμόγελο να πιαστούν, για να μην κατρακυλήσουν όλοι μαζί στο κενό. Δε με πιάνει ύπνος και έχω κολλήσει το ακουστικό του ραδιοφώνου στο αυτί. Πέφτω τυχαία πάνω σε ένα παλιό αγαπημένο τραγούδι.
Επαναλαμβάνω πολλές φορές τον στίχο μέσα μου: «Θα πάρω τη στράτα, κι εγώ τη μεγάλη θα κλείσω τα μάτια, και όπου με βγάλει». Φτάνω στην πόρτα του δωματίου της. Τώρα θα της πω για τον σημαδιακό στίχο που ανακάλυψα τυχαία. Θα τη βοηθήσω όπως τότε που της μάθαινα την προπαίδεια και θα μου κλείσει το μάτι όπως τότε με τα τρία λάθη στο μήλο. Ακούω τις σελίδες του βιβλίου της. Στέκομαι δειλός μπροστά στην κλειστή της πόρτα. Κοροϊδεύω τον εαυτό μου πως νυστάζω και πέφτω για ύπνο.
Θέλω να θυμηθώ τους στίχους από το τυχαίο, το παλιό, το αγαπημένο τραγούδι που άκουγα πριν λίγο, αλλά βρίσκομαι πάλι στον εφιάλτη μου. Πεταμένος στο πίσω κάθισμα, ενώ το αυτοκίνητο πηγαίνει μια χαρά. Κάτι έχει αλλάξει. Κοιτάζω μπροστά. Στη θέση του οδηγού είναι η κόρη μου. Μου κλείνει το μάτι «όλα θα πάνε καλά», χαμογελάμε κι οι δύο. Θέλω να της φωνάξω «καλή επιτυχία», αλλά καταλαβαίνει τη σκέψη μου και με προλαβαίνει με ένα «μην αρχίζεις πάλι». Και πάλι χαμογελάμε…
Το αυτοκίνητο τρέχει. Και δεν ξυπνάω με τίποτα…