Συμπερίληψη και προσβασιμότητα. Βασικές έννοιες που παραπέμπουν στην εκπαίδευση των Ατόμων με Αναπηρία, κατά πόσο, όμως συναντώνται με την πραγματικότητα;
Η Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία του ΟΗΕ, σε ισχύ από το 2008, καθορίζει στο άρθρο 24 το δικαίωμα των Ατόμων με Αναπηρία στην εκπαίδευση, «χωρίς διακρίσεις και βάσει των ίσων ευκαιριών» και σε ένα «σύστημα συμπεριληπτικής εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες και τη δια βίου μάθηση».
Από τη μεριά της η Εθνική Συνομοσπονδία Ατόμων με Αναπηρία, στη Διακήρυξη για τη σημερινή, Παγκόσμια Ημέρα Ατόμων με Αναπηρία, επισημαίνει την ανάγκη της εφαρμογής της συμπεριληπτικής εκπαίδευσης στην πράξη, μέσω μίας «τολμηρής, βαθιά θεσμικής μεταρρύθμισης στην εκπαίδευση των ατόμων με αναπηρία, με χρόνιες ή/και σπάνιες παθήσεις, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, με στόχο τη δημιουργία ενός σχολείου και πανεπιστημίου για όλους, δίχως διακρίσεις και αποκλεισμούς».
Ποιο θα μπορούσε να είναι αυτό το σύστημα, όμως, που να φέρνει τη συμπερίληψη στην πράξη, χωρίς ειδικά σχολεία, χωρίς αποκοπή από το κοινωνικό γίγνεσθαι και με όρους ορατότητας για τα Άτομα με Αναπηρία;
Ο καθολικός σχεδιασμός για τη μάθηση
Η απάντηση μπορεί να βρίσκεται στον καθολικό σχεδιασμό για τη μάθηση. Υπό τον αγγλικό όρο «Universal Design for Learning» (UDL), το πλαίσιο αυτό της συμπεριληπτικής εκπαίδευσης έχει δείξει πολύ αισιόδοξα αποτελέσματα. Η Άνια Ευμένοβα (Αnya Evmenova) καθηγήτρια στο τμήμα Εκπαίδευσης και Ανθρώπινης Ανάπτυξης του George Mason University στη Βιρτζίνια των ΗΠΑ, ειδικεύεται στην έρευνα για την παροχή υπηρεσιών ειδικής αγωγής και συμπεριληπτικής εκπαίδευσης.
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ συνομίλησε με την κ. Ευμένοβα, η οποία συνεργάζεται με εκπαιδευτικούς από όλον τον κόσμο για να συζητήσει θέματα συμπερίληψης και υποστήριξης όλων των μαθητών και μαθητριών.
«Για μένα η συμπερίληψη είναι αυτή η πεποίθηση ότι κάθε άτομο σε αυτή τη γη έχει το δικαίωμα να φαίνεται, να ακούγεται και είναι πολύτιμο», εξήγησε.
«Η υπογραφή της Σύμβασης, στην οποία έχουν προχωρήσει σχεδόν όλα τα κράτη του κόσμου, και η εφαρμογή της είναι κάτι διαφορετικό», επεσήμανε. Για την ίδια, είναι πολύ σημαντικό σε σχέση με την εφαρμογή πολιτικών συμπερίληψης στα σχολεία, τα πανεπιστήμια και τις δομές εκπαίδευσης, ότι κατά τα τελευταία χρόνια, «είναι εμφανής η διάθεση να υπάρξει πραγματική υποστήριξη για τους εκπαιδευόμενους και ένα εκπαιδευτικό σύστημα που να συμπεριλαμβάνει όλο και περισσότερους».
«To UDL είναι ένα εκπαιδευτικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο ο εκπαιδευτικός καθορίζει τον τρόπο διδασκαλίας του αφαιρώντας σκοπίμως όποιο εμπόδιο θα μπορούσε να έχει κάποιο παιδί. Πρόκειται για μία ευέλικτη διδασκαλία, που οφελεί όχι μόνο τα παιδιά με μαθησιακές, οπτικές ή ακουστικές δυσκολίες, αλλά το σύνολο των παιδιών στην τάξη», εξήγησε η κ. Ευμένοβα.
Σχεδιάζοντας το μάθημα διαφορετικά
«Προφανώς, εάν πάμε στους εκπαιδευτικούς και τους πούμε ότι πρέπει, επιπλέον της δουλειάς που κάνουν, να υποστηρίξουν και τα άτομα με αναπηρία, θα δυσκολευτούν. Όμως, εάν το δούμε από μία άλλη οπτική, η οποία λέει ότι “σχεδιάζω από την αρχή το μάθημα έχοντας αυτά τα παιδιά κατά νου”, τότε δεν μιλάμε για κάτι επιπλέον. Μιλάμε για μία βελτίωση και εξέλιξη του τρόπου διδασκαλίας, πιο ευχάριστης και διασκεδαστικής για όλα τα παιδιά, εάν μου επιτρέπετε», πρόσθεσε.
Για την κ. Ευμένοβα, αυτή είναι η κατεύθυνση προς την οποία θα πρέπει διεθνώς να κατευθυνθούν τα κράτη, σε ό,τι αφορά τον σχεδιασμό της εκπαίδευσης. Η ίδια και η ομάδα της έχουν καταρτίσει ένα συγκεκριμένο πλαίσιο εφαρμογής του UDL, προκειμένου να βοηθήσουν τους εκπαιδευτικούς στην υλοποίησή του.
«Η δουλειά μας ως εκπαιδευτικοί, είναι να βρούμε έναν τρόπο για να επιτύχουν όλοι οι μαθητές μας», επεσήμανε. Και πρόσθεσε πως «πιστεύω ότι οι εκπαιδευτικοί με αυτόν τον τρόπο θα αισθανθούν ελεύθεροι να κάνουν περισσότερα πράγματα, υποστηρίζοντας όχι μόνο έναν μαθητή, αλλά ολόκληρη την τάξη».
Ένα παράδειγμα εφαρμογής του UDL, είναι εάν ένας μαθητής έχει δυσλεξία και δεν μπορεί να διαβάσει, αντί να του παρέχεται εκπαιδευτικός παράλληλης στήριξης μπορεί ο εκπαιδευτικός της τάξης να παρέχει τρόπους πρόσβασης στις πληροφορίες που πρέπει να διαβάσουν οι μαθητές μέσω της τεχνολογίας, να «διαβάζει» δυνατά ο υπουλογιστής. Ή, αντί να κρατά σημειώσεις για τον μαθητή ένας εκπαιδευτικός παράλληλης στήριξης, να υπάρχει σύστημα τεχνητής νοημοσύνης που να κατηγοριοποιεί τα όσα παραδίδει ο εκπαιδευτικός.
Λύνει το θέμα;
Μπορεί ένας τέτοιου είδους σχεδιασμός του εκπαιδευτικού συστήματος να λύσει το θέμα της συμπεριληπτικής εκπαίδευσης, όμως; «Ακόμη και με το UDL, θα εξακολουθεί να υπάρχει ένα ποσοστό μαθητών με εκτεταμένες ανάγκες υποστήριξης», τόνισε η κ. Ευμένοβα. «Έτσι, γι’ αυτές τις αναπηρίες, που συναντώνται σε μικρότερα ποσοστά, θα εξακολουθήσει η ανάγκη για εξατομικευμένη υποστήριξη. Ακόμα και έτσι, όμως, το πλαίσιο του καθολικού σχεδιασμού για μάθηση διευκολύνει και την Πολιτεία, ώστε οι ανάγκες τέτοιου είδους υποστήριξης να είναι λιγότερες», κατέληξε.
Η εφαρμογή της Σύμβασης για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία στην Ελλάδα και η Εθνική Στρατηγική
Η Ελλάδα έχει υπογράψει τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία του ΟΗΕ, στην οποία, όπως προαναφέρθηκε, γίνεται αναφορά για το δικαίωμα των ΑμεΑ στην συμπερηληπτική εκπαίδευση.
Στόχος της συμπεριληπτικής αυτής εκπαίδευσης, σύμφωνα πάντα με τη Σύμβαση, είναι:
α) η πλήρης ανάπτυξη των ανθρωπίνων δυνατοτήτων και της αίσθησης αξιοπρέπειας και αυτοεκτίμησης και η ενίσχυση του σεβασμού για τα δικαιώματα του ανθρώπου, τις θεμελιώδεις ελευθερίες και την ανθρώπινη ποικιλομορφία,
β) η ανάπτυξη της προσωπικότητας, των ταλέντων και της δημιουργικότητας των ΑμεΑ, όπως επίσης και των διανοητικών και σωματικών ικανοτήτων, στο μέγιστο βαθμό,
γ) η διευκόλυνση των ΑμεΑ προκειμένου να συμμετέχουν αποτελεσματικά σε μια ελεύθερη κοινωνία.
Στην Έκθεση του 2019 της Επιτροπής του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία, σχετικά με την πορεία υλοποίησης των όσων προβλέπει η Σύμβαση, εκφραζόταν η ανησυχία για την έλλειψη «ολοκληρωμένης, σαφούς νομοθεσίας ή στρατηγικής ή κατανομή κονδυλίων για την συμπεριληπτική εκπαίδευση, ιδίως όσον αφορά τη δια βίου μάθηση». Επιπλέον, για το ότι «τα σχολεία και τα πανεπιστήμια δεν διαθέτουν προσβάσιμα και χωρίς αποκλεισμούς περιβάλλοντα, κτίρια, εκπαιδευτικό υλικό, υπηρεσίες, εξοπλισμό, τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνιών, καθώς και εξατομικευμένη υποστήριξη που παρέχεται σε μαθητές με αναπηρίες».
Η Επιτροπή συνιστούσε, τότε, στην Ελλάδα, μεταξύ άλλων, τη διασφάλιση της προσβασιμότητας του σχολικού και πανεπιστημιακού περιβάλλοντος, σύμφωνα με τη Σύμβαση, προωθώντας τον καθολικό σχεδιασμό, την παροχή συγκεκριμένων μέτρων και εξατομικευμένης υποστήριξης, όπως προσβάσιμο και προσαρμοσμένο υλικό, προγράμματα σπουδών χωρίς αποκλεισμούς, τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνίας χωρίς αποκλεισμούς για μαθητές και φοιτητές με αναπηρίες και ψηφιακή παιδαγωγική, τη διάθεση αποτελεσματικών και επαρκών οικονομικών και υλικών πόρων και επαρκώς και τακτικά εκπαιδευμένο προσωπικό, συμπεριλαμβανομένων των Ατόμων με Αναπηρία.
Τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα έχει έναν επίσημο φορέα για τον σχεδιασμό δημοσίων πολιτικών σε ό,τι αφορά στα θέματα των ΑμεΑ, την Εθνική Αρχή Προσβασιμότητας, που συστάθηκε το 2021. Η στρατηγική της για την Εκπαίδευση, στο πλαίσιο της Εθνικής Στρατηγικής για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία 2024-2030, «Μία Ελλάδα για όλους», περιλαμβάνει προτάσεις για την Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Όπως ανέφερε στον χαιρετισμό του ο Πρόεδρος της ΕΑΠ, Κωνσταντίνος Στεφανίδης, σε εκδήλωση του Ιντιστούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα ΑμεΑ, η νέα στρατηγική περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων:
-Την επανεξέταση και βελτίωση του θεσμικού πλαισίου για τη λειτουργία της συμπεριληπτικής εκπαίδευσης στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση
-Τη διασφάλιση της φυσικής προσβασιμότητας του σχολικού περιβάλλοντος
-Την ενίσχυση της πρόσβασης σε κατάλληλα προσαρμοσμένο εκπαιδευτικό υλικό και εξοπλισμό
-Την ανάπτυξη προσβάσιμων διαδικτυακών πόρων, ψηφιακών εργαλείων και εφαρμογών
-Την καθολική πρόσβαση σε μαθησιακές δραστηριότητες (εκπαιδευτικές, πολιτιστικές, αθλητικές, καλλιτεχνικές, κ.α.)
-Την κατάλληλη κατάρτιση των εκπαιδευτικών και του διοικητικού προσωπικού και την εν γένει ευαισθητοποίηση της εκπαιδευτικής κοινότητας σε θέματα αναπηρίας και καθολικού σχεδιασμού.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ