«Η επικοινωνιακή εστίαση στη βία των ανηλίκων ενδέχεται να οδηγήσει σε ενεργοποίηση εσφαλμένων αντανακλαστικών, όπως εν προκειμένω με την υπό διαβούλευση τροποποίηση του άρ. 127 ΠΚ, όπου προβλέπεται η αύξηση των περιπτώσεων περιορισμού ανηλίκων σε σωφρονιστικά καταστήματα. Αυτή η κίνηση, δεδομένης της πλήρους αδυναμίας του σωφρονιστικού συστήματος να ανταποκριθεί στις ανάγκες των παιδιών, ενδέχεται να οδηγήσει στο αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή σε παγίωση της περιθωριοποίησής τους και σε υποτροπή ως προς την παραβατικότητα».
Την παραπάνω διαπίστωση κάνει, σε συνέντευξή της στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη για τα Δικαιώματα του Παιδιού Θεώνη Κουφονικολάκου, τονίζοντας ότι ο Συνήγορος έχει επανειλημμένα υπογραμμίσει τη σημασία της πρόληψης, δηλαδή της έγκαιρης κοινοτικής υποστήριξης των οικογενειών σε κίνδυνο και της δημοκρατικής συμπεριληπτικής εκπαίδευσης για την προστασία των δικαιωμάτων όλων των παιδιών.
«Υπογραμμίζουμε όμως με κάθε ευκαιρία και την ανάγκη ανάπτυξης ουσιαστικών θεραπευτικών και αναμορφωτικών μέτρων ώστε να εξασφαλίζεται η κοινωνική επανένταξη των ανηλίκων που έρχονται σε επαφή με το σύστημα Δικαιοσύνης. Δυστυχώς, στο στάδιο αυτό, τα θεραπευτικά ή αναμορφωτικά μέτρα που πρακτικά εφαρμόζονται δεν επαρκούν και οι υπηρεσίες επιμελητών ανηλίκων που επιλέγονται συχνά για τον σκοπό αυτό, ασφυκτιούν και δυσκολεύονται να ανταποκριθούν λόγω του μεγάλου όγκου των υποθέσεων».
Σύμφωνα με την κ. Κουφονικολάκου, η ανήλικη παραβατικότητα δεν είναι αποκομμένη από τη βία των ενηλίκων καθώς τα παιδιά είναι ο καθρέφτης μας, εκφράζουν δηλαδή και τη δική μας ένταση και αδυναμία να διαχειριστούμε τις πραγματικές τους ανάγκες.
«Πράγματι παρατηρείται αύξηση στην καταγραφή και άλλων εκφάνσεων της βίας (πχ. Ενδοοικογενειακή), στα οποία δεν εστιάζουμε με τον ίδιο τρόπο. Αυτά τα δεδομένα δεν πρέπει να τα δούμε απομονωμένα αλλά ολιστικά, σαν όψεις του ίδιου νομίσματος, ώστε να εκτιμήσουμε αποτελεσματικά τους παράγοντες κινδύνου για τα παιδιά. Το αν η αύξηση είναι πραγματική ή αν οφείλεται αποκλειστικά σε βελτίωση των μηχανισμών αναφοράς περιστατικών κακοποίησης είναι κάτι που πρέπει να διερευνηθεί. Προϋπόθεση, όμως, είναι η χώρα να υιοθετήσει έναν ενιαίο τρόπο στατιστικής καταγραφής περιστατικών κακοποίησης που να περιλαμβάνει και την εξέλιξη των υποθέσεων. Αυτή τη στιγμή δεν έχουμε τέτοιο σύστημα. Γνωρίζουμε όμως ότι στο πλαίσιο του ν. 4837/21 το Υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας βρίσκεται σε στάδιο υλοποίησης του πρώτου Εθνικού Συστήματος Καταγραφής και Παρακολούθησης Αναφορών περιστατικών κακοποίησης ανηλίκων».
Διστάζουν οι εκπαιδευτικοί να καταγγείλουν περιστατικά βίας
Μπροστά σε περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, οι εκπαιδευτικοί, σύμφωνα με τη Συνήγορο του Παιδιού, συχνά διστάζουν να ακολουθήσουν την προβλεπόμενη διαδικασία επειδή φοβούνται τις νομικές ενέργειες εκ μέρους των γονέων ή επειδή δεν είναι εφοδιασμένοι με τις κατάλληλες γνώσεις ώστε να αναγνωρίσουν τις ενδείξεις της κακοποίησης στα παιδιά.
«Ο Συνήγορος επανειλημμένα έχει παρέμβει για τη θεσμοθέτηση της νομικής προστασίας των επαγγελματιών που υποβάλλουν αναφορά για τέτοια θέματα και πρόσφατα το Υπουργείο Δικαιοσύνης ανήρτησε σε διαβούλευση άρθρο(τροποποίηση του άρ.23 του ν.3500/06) που προβλέπει ότι οι εκπαιδευτικοί και άλλοι επαγγελματίες δεν εγκαλούνται, δεν ενάγονται, δεν διώκονται πειθαρχικά και δεν υφίστανται κανενός είδους δυσμενή μεταχείριση για περιστατικό που ανέφεραν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους».
Απουσία μαθήματος σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης
Απαντώντας σε ερώτηση για την απουσία μαθήματος σεξουαλικής αγωγής στα σχολεία, η Συνήγορος του Παιδιού σημειώνει ότι κατ’ αρχάς υπάρχει ένας προβληματικός εφησυχασμός με την εισαγωγή των εργαστηρίων δεξιοτήτων του ν. 4692/20 που περιλαμβάνουν υπο-ενότητα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης.
«Διευκρινίζω, ωστόσο, ότι τα εργαστήρια δεν αποτελούν μάθημα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης με γνώμονα τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές και τις συστάσεις προς τη χώρα μας και ότι η αποσπασματικότητά τους δεν υπηρετεί τον επιδιωκόμενο σκοπό. Εξάλλου, οι εκπαιδευτικοί προσπερνούν βεβιασμένα τις εν λόγω ενότητες διότι φοβούνται τις αντιδράσεις των γονιών». Για την ίδια, η άρνηση στην εισαγωγή του εν λόγω μαθήματος σχετίζεται ίσως με την αντίδραση γονιών που δεν έχουν πλήρη ενημέρωση ως προς το περιεχόμενο και τη χρησιμότητά του και ανησυχούν ότι το παιδί τους θα εξοικειωθεί πρόωρα με τα ζητήματα σεξουαλικών σχέσεων. «Πλην όμως», τονίζει η κ. Κουφονικολάκου, «συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο».
«Με ένα μάθημα σεξουαλικής αγωγής προλαμβάνουμε τη σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών διότι τα εφοδιάζουμε με πληροφορίες για το ανάρμοστο άγγιγμα -που ιδίως από τα μικρότερα παιδιά παρερμηνεύεται ως οικειότητα- και για τρόπους αναζήτησης βοήθειας σε περίπτωση που κάποιος αποπειραθεί να τα εκμεταλλευτεί. Επίσης, η προσαρμοσμένη στις ανάγκες των παιδιών ενημέρωση -αντί της επικίνδυνης περιήγησης σε σκοτεινές σελίδες του διαδικτύου- οδηγεί σε απομυθοποίηση των σεξουαλικών σχέσεων και σε κατάκτηση γνώσεων αναγκαίων για την προστασία της υγείας τους. Τέλος, η συζήτηση γύρω από αυτά τα ζητήματα οδηγεί και στην αποδόμηση έμφυλων στερεοτύπων που αυτή τη στιγμή κυριαρχούν στα σχολεία μας και άρα στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της ενδοσχολικής και μετέπειτα της ενδοοικογενειακής βίας».
Κακοποιητικά τα ιδρύματα, υποστελεχωμένες όλες οι υπηρεσίες
Κατηγορηματικά «όχι» για το αν είναι πλαισιωμένα τα ιδρύματα και οι αρμόδιες δομές ώστε να αντιμετωπίσουν και να βοηθήσουν παιδιά που έχουν υποστεί κακοποίηση, απαντάει η κ. Κουφονικολάκου, εξηγώντας ότι γενικά στην Ελλάδα δεν υπάρχει ενιαία πολιτική παιδικής προστασίας και επομένως, ούτε ομοιογενείς πρακτικές από φορείς και υπηρεσίες.
«Ως προς την πρόληψη και έγκαιρη αναγνώριση της κακοποίησης υπάρχουν πολλές ελλείψεις στην επιμόρφωση των επαγγελματιών αλλά και τη στελέχωση υπηρεσιών, επομένως συχνά χάνουμε την ευκαιρία να την αντιληφθούμε εγκαίρως. Σοβαρά ελλείμματα και κενά εντοπίζονται και στο σκέλος της ενδυνάμωσης και ενημέρωσης των παιδιών για τα δικαιώματά τους, ώστε να τα ενθαρρύνουμε να μας εμπιστευτούν. Ως προς τη διερεύνηση, οι κοινωνικές υπηρεσίες των δήμων, που είναι κυρίως επιφορτισμένες με αυτήν, δεν είναι επαρκώς στελεχωμένες, δεν διαθέτουν καθηκοντολόγιο και πρωτόκολλα ενεργειών, ούτε επιστημονική εποπτεία. Ως προς την αποκατάσταση, οι υπηρεσίες ψυχικής υγείας στην χώρα μας αντιμετωπίζουν μεγάλες προκλήσεις και δεν επαρκούν. Επιπλέον λόγω της απουσίας ενιαίου συνεκτικού συστήματος προστασίας, δεν είναι σαφές το πλαίσιο συνεργασίας και ανταλλαγής στοιχείων μεταξύ των φορέων, υπηρεσιών και οργανώσεων, με αποτέλεσμα να υπονομεύεται η προστασία του συμφέροντος των παιδιών».
Η κ. Κουφονικολάκου επαναλαμβάνει τη θέση του Συνηγόρου ότι τα ιδρύματα αποτελούν μία εκ των πραγμάτων κακοποιητική συνθήκη για τα παιδιά καθώς η τοποθέτηση και παραμονή τους σ’ αυτά έχει συσχετιστεί με αυξημένη πιθανότητα εκ νέου κακοποίησής τους και με προσκόμματα στη σωματική και ψυχοκοινωνική τους ανάπτυξη, λόγω της απουσίας προσώπων συναισθηματικής αναφοράς, της παραμέλησης εκπαιδευτικών και άλλων προσωπικών τους αναγκών, της απουσίας ιδιωτικότητας και εξειδικευμένης φροντίδας. «Επομένως», προσθέτει, «είναι αναγκαία η ανάπτυξη της εναλλακτικής φροντίδας οικογενειακού χαρακτήρα και στην Ελλάδα, ώστε τα παιδιά να μην εκτίθενται σε τέτοιους κινδύνους συστημικής κακοποίησης».
Ο ρόλος των ΜΜΕ σε περιστατικά κακοποίησης παιδιών
Παίρνοντας θέση στον ρόλο των ΜΜΕ απέναντι στα περιστατικά κακοποίησης παιδιών, η κ. Κουφονικολάκου υπογραμμίζει ότι ο Συνήγορος επανειλημμένα έχει πραγματοποιήσει παρεμβάσεις σε υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης, στις οποίες εκτίθενται τραυματικές λεπτομέρειες της κακοποίησης ή στοιχεία και πρόσωπα που οδηγούν σε ταυτοποίηση του παιδιού από το κοινωνικό περιβάλλον και το σχολείο.
«Αυτές οι πρακτικές -πέραν του ότι αντίκεινται στο νόμο- προσβάλλουν την προσωπικότητα του παιδιού, το εγκλωβίζουν πλήρως στην ταυτότητα του θύματος και δεν τού επιτρέπουν να ανακαλύψει εκ νέου τον εαυτό του και να αναρρώσει από την τραυματική εμπειρία, με λίγα λόγια το θυματοποιούν ξανά και ξανά. Αυτοί οι παράγοντες δευτερογενούς θυματοποίησης και επανατραυματισμού των ανηλίκων θα πρέπει να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά από την πολιτεία καθώς πρωταρχικό μέλημά μας με βάση και τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, θα πρέπει να είναι η αποκατάσταση του παιδιού θύματος και η διαφύλαξη του βέλτιστου συμφέροντός του» εξηγεί.
«Δεν πρέπει επιπλέον να παραβλέπουμε ότι τα παιδιά είναι υποκείμενα δικαιωμάτων, έχουν γνώμη -την οποία υποχρεούμαστε να λάβουμε υπόψη- προσωπικότητα, κουλτούρα και εξειδικευμένες ανάγκες και δεν πρέπει να τα μεταχειριζόμαστε ούτε στο σκέλος της επικοινωνίας ως αντικείμενα προστασίας» καταλήγει η Συνήγορος του Παιδιού.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ