Εκείνο, λοιπόν, το πιτσιρίκι που έπαιζε αμέριμνα στο σαλόνι σου, έκανε τα πάντα άνω κάτω, φώναζε μαμά 232 φορές την ώρα και έτρεχε στην αγκαλιά σου με την πρώτη ευκαιρία, ξαφνικά ετοιμάζεται να πάει σχολείο. Βάζει την τσάντα του, παίρνει το παγουρίνο του και στέκεται σοβαρό στην πόρτα. Σε κοιτάζει. Το κοιτάζεις κι εσύ. Σου απλώνει το χέρι…
’’Έλα, μαμά…’’
’’Μήπως είναι πιο έτοιμο από μένα;’’ αναρωτιέσαι. Απλώνεις κι εσύ το χέρι σου και ξεκινάτε. Αυτή τη φορά για μία βόλτα διαφορετική. Μια βόλτα σ’ έναν κόσμο χωρίς μαμά. Θεέ μου, τι βάρβαρος κόσμος…
Φτάνετε στο σχολείο. Υπάρχει ένα μούδιασμα. Λογικό. Μωρό είναι ακόμη. Κι εσύ η δυνατή μαμά που τα καταφέρνεις όλα, που έχεις βάλει τις ανάγκες σου στην άκρη, που μοιράστηκες όλη σου τη ζωή μ’ αυτό το πλάσμα, που.., που.., που…είσαι έτοιμη να σηκώσεις θρήνο γοερό.
Ηρέμησε. Απέναντι σου έχεις τη χαμογελαστή ιδιοκτήτρια παιδικού σταθμού που ετοιμάζεται ν΄αρπάξει το παιδί μέσα απ’ τα χέρα σου. ‘Ετσι είναι το σωστό. Ηρεμήστε κυρία μου, θα έρθει μόνο του το παιδί κι εγώ θα φύγω. Δικαιούμαστε και οι δύο μία ήπια προσαρμογή.
Κι έρχεται η στιγμή που φεύγει. Τα χέρια σου άδεια πια. Άραγε, θα το προσέχουν όπως εγώ; Κι αν πέσει; Κι αν κάποιο άλλο παιδάκι το πληγώσει; Αν, αν, αν… Η πόρτα κλείνει πίσω σου. Εκκωφαντικός στ’ αυτιά σου αυτός ο ήχος. Φεύγεις, όπως έφυγε κι εκείνο από την αγκαλιά σου, έτοιμο να κάνει τα βήματά του στον αληθινό κόσμο.
Τι βήματα όμως να κάνεις σ’ αυτόν τον κόσμο που ολοένα στενεύει; Μήπως γίνεται κι αλλιώς; Άσε το παιδί σου κι ευχήσου ν’ ανθίσει. Ευχήσου να του επιτρέψουν οι συνθήκες ώστε να βγάλει προς τα έξω αυτό που έχει στην ψυχή του. Ευχήσου να κάνει βήματα σ’ έναν ασφαλέστερο και καλύτερο αυριανό κόσμο.
Ευχήσου να βρει το φως και να νικήσει τα σκοτάδια του.
Ευχήσου να είναι ευτυχισμένο. Μακριά από εσένα και δίπλα σ’ εσένα.
Γράφει η Ελένη Λάμπου