Νέο καμπανάκι, αυτή τη φορά από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Ετήσια έκθεση της Ε.Ε. που δημοσιοποιήθηκε χθες, έδειξε ότι σχεδόν ο ένας στους τρεις Έλληνες μαθητές δεν διαθέτει βασικές δεξιότητες. Μάλιστα, είναι εντυπωσιακό ότι η Ελλάδα πηγαίνει από το… κακό στο χειρότερο. Προ δύο εβδομάδων η ετήσια έκθεση της ανεξάρτητης Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ), που παρουσίασε η «Κ» στο φύλλο της 13ης Σεπτεμβρίου, προκάλεσε έντονο προβληματισμό, καθώς έδειξε ότι οι 16χρονοι υστερούν σημαντικά σε κρίσιμα μαθήματα του σχολείου, τα οποία αντιστοιχούν σε βασικές δεξιότητες για τη ζωή. Ειδικότερα, η ΑΔΙΠΠΔΕ έκανε λόγο για κίνδυνο λειτουργικού αναλφαβητισμού για μεγάλη μερίδα μαθητών.
Στη δική της «έκθεση παρακολούθησης και κατάρτισης για το 2019» η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μιλάει για δεκαπεντάχρονους μαθητές που εξακολουθούν να διατρέχουν κίνδυνο εκπαιδευτικής φτώχειας, καθώς δεν διαθέτουν βασικές δεξιότητες στην ανάγνωση, στη γραφή και στα μαθηματικά ή επαρκείς γνώσεις στις θετικές επιστήμες. Στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό είναι στο 32% κατά μέσον όρο, ενώ σε όλη την Ευρώπη το ποσοστό κυμαίνεται περίπου στο 20%. Συγκεκριμένα, από την έκθεση που παρουσιάστηκε χθες από τον επίτροπο Εκπαίδευσης Τιμπόρ Νάβρατσιτς, προκύπτουν για την Ελλάδα, μεταξύ άλλων, τα εξής:
• Το 35,8% των Ελλήνων μαθητών έχει χαμηλή επίδοση στα μαθηματικά, ενώ στην έκθεση του 2009 το ποσοστό ήταν 30,4%. Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 22,2%.
• Ένας στους τρεις επίσης –ακριβές ποσοστό 32,7%– Έλληνες μαθητές έχει χαμηλή επίδοση στις φυσικές επιστήμες, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 20,6%. Το ελληνικό ποσοστό έχει αυξηθεί από το 25,3% του 2009.
• Στην ανάγνωση το 27,3% των Ελλήνων μαθητών έχει χαμηλή επίδοση έναντι 19,7% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Το 2009 ο αντίστοιχος μέσος όρος των Ελλήνων μαθητών ήταν 21,3%.
• Η Ελλάδα είναι πολύ καλύτερα από την Ευρώπη στην πρόωρη εγκατάλειψη των σπουδών από φοιτητές ηλικίας 18 έως 24 ετών. Το ελληνικό ποσοστό είναι 4,7% και ο ευρωπαϊκός μέσος όρος 10,6%.
• Επίσης περισσότεροι Έλληνες ηλικίας 30-34 ετών κατέχουν πανεπιστημιακό πτυχίο έναντι των ευρωπαϊκών κατά μέσο όρο (44,3 και 40,7% τα αντίστοιχα ποσοστά).
• Αντίστροφα τα ελληνικά ποσοστά είναι χαμηλότερα του ευρωπαϊκού μέσου όρου στη συμμετοχή των 4χρονων στην προσχολική αγωγή (81,5% για την Ελλάδα και 95,4% για την Ευρώπη) και τη συμμετοχή των ατόμων 25-64 ετών σε προγράμματα κατάρτισης και δια βίου μάθησης (4,5% για την Ελλάδα και 11,1% για την Ευρώπη).
Στην Ελλάδα οι δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση είναι χαμηλότερες από τις αντίστοιχες περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών και αφορούν κυρίως τη μισθοδοσία των εκπαιδευτικών. Από την άλλη, η έκθεση της Επιτροπής αναφέρει ότι το επάγγελμα του εκπαιδευτικού είναι ελκυστικό, αλλά παρατηρείται έλλειψη ευκαιριών και κινήτρων για τη βελτίωση του εκπαιδευτικών.
Περιορισμένη η σωματική άσκηση των εφήβων
Καθιστική ζωή διάγει η πλειονότητα των εφήβων της χώρας μας, καθώς μόλις δύο στους πέντε (41,7%) αναφέρουν ότι έχουν «συχνή» φυσική δραστηριότητα, που σημαίνει ότι τουλάχιστον πέντε ημέρες την εβδομάδα αθλούνται, παίζουν με τους φίλους τους ή κάνουν οποιαδήποτε έντονη δραστηριότητα που, επί τουλάχιστον 60 λεπτά της ώρας, αυξάνει τους σφυγμούς της καρδιάς. Το 11,7% των εφήβων αναφέρει ότι αυτού του είδους τη δραστηριότητα έχει το πολύ μία φορά την εβδομάδα. Λιγότερο «ενεργά» είναι τα κορίτσια, ενώ αρνητικό ρόλο διαδραματίζει και η κακή οικονομική κατάσταση της οικογένειας. Ένας στους τρεις εφήβους δηλώνει ότι δεν υπάρχουν παιδικές χαρές, πάρκα ή άλλοι ανοικτοί χώροι κοντά στο σπίτι του, στα οποία μπορεί να παίξει, ενώ δύο στους πέντε (39,9%) υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχουν στο σχολείο τους παιδικές χαρές ή ανοικτά γήπεδα στα οποία να μπορούν να τρέχουν.
Αυτά είναι τα βασικά ευρήματα έρευνας του 2018 του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας σε δείγμα 3.863 μαθητών της Στ΄Δημοτικού, της Β΄ Γυμνασίου και της Α΄ Λυκείου, τα οποία ανακοινώθηκαν με αφορμή τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ημέρα Σχολικού Αθλητισμού. Όπως σχολίασε η επιστημονική υπεύθυνος της έρευνας, ομότιμη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών Άννα Κοκκέβη, «τα ευρήματα υπογραμμίζουν την ανάγκη να ενισχυθεί ο ρόλος του σχολείου ως κεντρικού φορέα για την προαγωγή της φυσικής δραστηριότητας και της σωματικής άσκησης στους εφήβους τόσο εντός του σχολικού κτιρίου όσο και εκτός των σχολικών ωρών».