Σήμερα σε θυμήθηκα, μάνα.
Δεν βρήκα ποτέ το θάρρος να σου πω ότι σε σύγκρινα συχνά μέσα μου με τις άλλες μάνες και σ’ έβρισκα πάντα λιγότερη. Όμως κάτι μου λέει ότι το ήξερες. Σε περίμενα εκεί, στη γωνία, να σε δω να πηγαίνεις για φάουλ για να σου σφυρίξω πριν καν το κάνεις.
Σε θεωρούσα λίγη.
Για το πρωινό που ποτέ δεν μου έφτιαξες και με ξεπροβόδιζες αμίλητη βάζοντάς μου λεφτά στην τσέπη. Για τα πιάτα που δεν έπλενες αμέσως μετά τα γεύματά μας, αλλά τα άφηνες εκεί για ώρες κι εμένα μου την έδινε αυτό. Πολύ. Για το φαγητό που περίσσευε κι εσύ το πετούσες στα σκουπίδια γιατί δεν είχες όρεξη να το βάλεις προσεκτικά σε τάπερ και να το αποθηκεύσεις στο ψυγείο. Για το χαρτί της γυμναστικής που πάντα το πήγαινα τελευταίος και μου έκαναν παρατήρηση κι εγώ ντρεπόμουν αλλά δεν μπορούσα να πω τίποτε – γιατί ήμουν αμελής, χωρίς να το θέλω.
Για το ρούχο που ήθελα και δεν είχες ποτέ πλυμένο στην ώρα του και το ‘βλεπα για μέρες στο καλάθι με τα άπλυτα, αλλά παρ’ όλα αυτά σε ρωτούσα «το έπλυνες;» για να σε ακούω να μου απαντάς «τώρα θα το πλύνω» κι ας το ήξερα ότι το «τώρα» σου ποτέ δεν ίσχυε. Ήλπιζα στην υπόσχεσή σου απέναντί μου. Κάθε φορά σε συγχωρούσα. Και κάθε φορά με απογοήτευες.
Δεν ένιωσα ποτέ ξεκούραστα στο σπίτι μας, μάνα.
Με κούραζε η ακαταστασία του. Τα πεταμένα πράγματα τριγύρω, οι μπερδεμένες κάλτσες στα συρτάρια, το χυμένο αλεύρι στα ντουλάπια. Ένιωθα τόσο σπιτόγατος και συνάμα τόση αποστροφή για το σπίτι μας. Ονειρευόμουν ένα σπίτι με γυαλισμένους πάγκους, ζυμαρικά και αλεύρι τακτοποιημένα σε γυάλινα βάζα, ντουλάπες με μονόχρωμες κρεμάστρες, άρωμα γαρδένιας ανάμεσα και κάλτσες τη μία μέσα στην άλλη. Και αδυνατούσα να καταλάβω γιατί δεν μπορούσαμε να το έχουμε.
Σε έβλεπα να κάθεσαι άπραγη και να καπνίζεις ασταμάτητα και ήθελα να εξαφανιστείς.
Να εξαφανιστείς για να σταματήσω να διχάζομαι για το αν θα πρέπει να νιώθω περισσότερο οίκτο για μένα, ή για σένα. Θυμήθηκα σήμερα που σου φώναζα «τί κάνεις όλη μέρα, μαμά;» και εσύ μου έλεγες «και μόνο το μαγείρεμα με κουράζει…». Και όντως, δεν έκανες τίποτε, αλλά πάντα μαγείρευες. Κι εγώ ούρλιαζα μέσα μου ότι θα θελα η ζωή μας να ναι πολλά περισσότερα από ένα φαγητό.
Και σήμερα, που μετράω τα λεφτά και δεν βγαίνουν, που είμαι μόνος στο σπίτι χωρίς έναν άνθρωπο, όπως ήσουν κι εσύ, με ένα σκύλο που περιμένει την φροντίδα μου, που έκανα γεμιστά για να τρώω τρεις μέρες και ο πάγκος της κουζίνας γέμισε άπλυτα, τα παράτησα όλα κι ένιωσα κούραση. Και δεν αντέχω ούτε να διανοηθώ την δική σου.
Συγγνώμη που δεν κατάλαβα ότι ήσουν άρρωστη, μάνα.
Συγγνώμη που δεν σε βοήθησα.
Γράφει ο Νίκος.
Μπορείτε να στείλετε τα δικά σας κείμενα στο info@themamagers.gr
Διαβάστε επίσης:
Επειδή είμαι μικρός δεν σημαίνει ότι δεν καταλαβαίνω
Τα χάδια που δεν δώσαμε μας μαραίνουν