Από την ώρα που διαιώνισα το είδος μου, έχω διαρκώς ένα κόμπο στο στήθος. Μόνιμο. Εντοιχισμένο.
Θυμάμαι την μητέρα μου, άυπνη να με περιμένει να γυρίσω στις 2 το πρωί. Να μου ζητά να την πάρω τηλέφωνο όταν φτάσω. Να την πάρω τηλέφωνο όταν φύγω. Να μου αντιπροτείνει να πάω με τα πόδια και να μην καβαλήσω μηχανή. Να νομίζει ότι κοιμάμαι και να έρχεται να τσεκάρει ότι αναπνέω. Να είμαι στη μέση της ζούγκλας χωρίς τηλέφωνο ή internet και όταν μπόρεσα να επικοινωνήσω ν’ ακούω τα κομμάτια της να σπάνε από ανακούφιση. Το σφίξιμο τα κρατούσε ενωμένα. Δεν καταλάβαινα ακριβώς γιατί αγχωνόταν τόσο πολύ αλλά προσπάθησα πολύ να μην της προκαλώ ανασφάλειες. Έβλεπα στα μάτια της τον τρόμο, άκουγα την ταχυκαρδία, μέτραγα να χρόνια που έχανε. Είμαι σίγουρη ότι το ίδιο ίσχυε και για τον πατέρα μου. Τώρα καταλαβαίνω ότι το αίσθημα ευθύνης πολλές φορές ξεπερνά σε μέγεθος αυτό της αγάπης. Δεν είναι ταυτόσημα. Είναι ξεχωριστά και αντιμάχονται το ένα το άλλο.
Όταν αγαπάς βάζεις φτερά. Όταν έχεις ευθύνη, βάζεις αλυσίδες.
Ο κόσμος μας είναι άθλιος, βίαιος και σίγουρα ακατάλληλος για τους ανθρώπους. Ένα λεπτό στις ειδήσεις είναι αρκετό για να μετανιώσεις που έφερες ένα παιδί σε αυτό το μέρος. Ένα λεπτό στους δρόμους μιας πόλης είναι αρκετό για να μην το αφήσεις να ξαναβγεί από το σπίτι. Ένα αεροπορικό δυστύχημα είναι αρκετό για να μην το ξανα-βάλεις σε αεροπλάνο. Οι ζωντανοί εφιάλτες και οι φοβίες μιας μάνας ξεπερνούν τον πιο ευφάνταστο σεναριογράφο σε πρωτοτυπία και σε ταχύτητα δημιουργίας. Τον πιο ικανό σκηνοθέτη σε αποτύπωση λεπτομερειών και αληθοφάνειας. Τόσο, που ενώ είναι ξύπνιες, εντελώς ξαφνικά, σπαράζουν στο κλάμα, παθαίνουν κρίσεις πανικού, ψυχοσωματικά κ.α.
Η διαχείριση αυτής της τιτάνιας ευθύνης είναι ανέφικτη. Κι αν κάτι ξεμπλοκάρει περιστασιακά τις διαδικασίες, είναι η αγάπη, που θυμίζει ότι δεν υποχρεούται μόνο να προστατεύσει αλλά να δυναμώσει, ν’ απονέμει αυτοδυναμία, να εκτοξεύσει. Κι όμως σφίγγει, με όλη της την δύναμη γιατί φοβάται. Και γνωρίζει πολύ καλά ότι ο φόβος της δεν είναι παράλογος. Δεν είναι προϊόν φαντασίας. Κρίνει, οργανώνει, διαπραγματεύεται με γνώμονα την χειρότερη έκβαση. Γιατί αν δεν το κάνει, παίρνει ρίσκο. Ρίσκο, με την ζωή του παιδιού της.
Όσο κι αν προσπαθείς λοιπόν, να εξηγήσεις στο παιδί σου, τι είναι αυτό που σε καθιστά υστερική, υπερβολική, υπερπροστατευτική και όλα τα κακά της μοίρας σου, δεν πρόκειται να το καταλάβει αν δεν γίνει γονιός. Κι αυτό ίσως είναι το μόνο που δεν μπορούν να νιώσουν, στην ρεαλιστική του κλίμακα, οι μη γονείς.
Θα ευχόμουν όλα τα παιδιά του κόσμου, να σέβονται αυτό το βάρος που κουβαλούν οι γονείς τους και να το αντιμετωπίζουν με τρυφερότητα και με την αντίστοιχη ευθύνη, απέναντι στην ψυχοσύνθεση αυτών των ανθρώπων που καταβάλουν υπεράνθρωπες προσπάθειες να το διαχειριστούν. Σίγουρα είναι αποπνικτικό κάποιες φορές. Αλλά η συνέπεια, η εντιμότητα, η ειλικρίνεια και η ανάληψη προσωπικών ευθυνών, θα αποδείξουν σε αυτούς, τους κατά τ’ άλλα «υστερικούς γονείς», ότι μπορούν να εμπιστεύονται και να χαλαρώνουν τις αλυσίδες. Να κοιμούνται το βράδυ. Να φοβούνται μόνο τα «ντέρτια» της φύσης τα οποία κανείς δεν μπορεί να δαμάσει.
Α! Κι ένα χάδι κι ένα φιλί, που και που δεν βλάπτει. Το έχουν ανάγκη.
Διαβάστε επίσης: