Περισσότερο από ποτέ άλλοτε, οι γονείς πλέον προσπαθούμε να μάθουμε από μικρή ηλικία στα παιδιά μας για τα όρια του σώματός τους, τη συναίνεση, τι είναι σωστό και τι όχι, πώς πρέπει να αντιδρούν όταν κάποιος τους αγγίζει και νιώθουν άβολα.
Οι γονείς δείχνουμε στα παιδιά μας ποια αγγίγματα είναι εντάξει και ποια δεν είναι, ποια σημεία του σώματός τους πρέπει να προστατεύουν, αλλά και τι να κάνουν ακόμα κι αν κάποιος συγγενής τους τα κάνει νιώσουν άβολα παρά το γεγονός ότι τον εμπιστεύονται. Τους μαθαίνουμε με λίγα λόγια να προστατεύονται απέναντι στο “άβολο”, στο “μυστικό”, στο τρομακτικό και όχι μόνο απέναντι στους ξένους ή “τα τέρατα”.
Τα παιδιά, βέβαια, όπως γνωρίζουμε καλά οι γονείς, μαθαίνουν καλύτερα παρατηρώντας. Βλέπουν εμάς πώς διαχειριζόμαστε τις καταστάσεις, πώς αντιδράμε, τι επιτρέπουμε στον εαυτό μας και τι όχι. Πώς μας μιλάει ο κόσμος; Επιτρέπουμε σε κάποιον να είναι αγενής απέναντί μας; Πώς αντιδράμε όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο; Τα παιδιά μιμούνται για αυτό πρέπει να μας βλέπουν να σεβόμαστε τον εαυτό μας, τις ανάγκες μας, τις επιθυμίες μας και τα όρια μας.
Εννοείται πως θα υπερασπιστούμε τον εαυτό μας εάν κάποιος μας μιλήσει άσχημα -ειδικά μπροστά στο παιδί- αλλά αν το κάνει το ίδιο το παιδί, γιατί το θεωρούμε ως κάτι διαφορετικό; Αν επιτρέπουμε στο παιδί να μας μιλάει με αγένεια, να μας χτυπάει -ακόμα κι αν είναι παιχνίδι- ή να ξεπερνάει τα όρια που έχουμε θέσει για το σώμα μας, τότε τι του μαθαίνουμε;
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα παιχνίδια των παιδιών… Μια μέρα η κόρη μου έπαιζε με τον μικρό μου γιο “το παιχνίδι της σιωπής”. Μπήκα στο δωμάτιο κι άρχισα να μιλάω στον μικρό, έπρεπε να ετοιμάσω το φαγητό κι ήθελα να τον ρωτήσω αν θέλει κι εκείνος λίγο από το μεσημεριανό. Ξαφνικά πετάχτηκε η κόρη μου και μου έβαλε την παλάμη της στο στόμα μου για να μην μιλάω.
Εκνευρίστηκα αλλά προσπάθησα να κρατήσω τη ψυχραιμία μου. Κατάλαβα ότι ήταν παιχνίδι και δεν ήθελε να της το χαλάσω. Αλλά εγώ δεν είχα συμφωνήσει να παίξω, δεν έπαιζα μαζί τους. Αλλά ακόμα κι αν έπαιζα, εκείνη τη στιγμή πονούσα. Της έβγαλα το χέρι και της είπα “μην το κάνεις αυτό, πονάω”. Εκείνη το ξαναέβαλε στο στόμα μου και μου είπε “μαμά μην μιλάς απαγορεύεται”.
Δεν κατάλαβε ούτε το “όχι” μου, ούτε το πόσο άβολα ένιωθα. Κι έπρεπε να το καταλάβει. “Σου είπα όχι” της είπα κι άρχισε να κλαίει.
Όταν ηρέμησε, καθίσαμε μαζί και προσπάθησα να της εξηγήσω. “Σου είπα να σταματήσεις. Άκουσες το όχι. Είδες ότι πονούσα. Δεν ένιωθα καλά. Αλλά δεν το σεβάστηκες”, της είπα. “Όταν αγγίζουμε κάποιον πρέπει να έχουμε τη συναίνεσή του. Οποιονδήποτε, ακόμα και τη μαμά και τον μπαμπα. Ακόμα κι αν εσύ διασκεδάζεις εάν κάποιος πει “σταμάτα”, πρέπει να σταματήσεις. Ακόμα κι αν δεν πουν “σταμάτα”, μπορεί να δεις ότι νιώθουν άβολα. Εάν δεν γελούν, εάν προσπαθούν να αμυνθούν απομακρύνοντας το χέρι σου ή προσπαθώντας να φύγουν μακριά σου”.
Αγκαλιαστήκαμε και της εξήγησα ότι την αγαπώ κι ότι είναι το καλύτερο κορίτσι! “Θέλω να παίζουμε μαζί, αλλά να σέβεσαι τα όρια του σώματός μου, όπως τα σέβομαι κι εγώ”, της είπα και νομίζω ότι ήταν ένα μάθημα που καλό είναι να το γνωρίζει από τώρα.
Διάβασε επίσης: