«Ξέρεις τί μου έκανε ο γιος σου σήμερα;» – όταν η γιαγιά κάνει τη babysitter

γιαγιάδες

Το να έχεις την μάνα σου και τον πατέρα σου στον πάνω ή κάτω όροφο από σένα ισοδυναμεί με το λεγόμενο «ιππικό».

Η παρουσία του παππού και της γιαγιάς σου εξασφαλίζει μια τεράστια βοήθεια, σου δίνει μεγάλη ελευθερία κινήσεων και σου κάνει φοβερή οικονομία.

Ειδικά αν είσαι χωρισμένη μητέρα, σου λύνει κυριολεκτικά τα χέρια, γιατί βγαίνεις από τον απίστευτο κόπο να συντονίσεις τις υπόλοιπες μαμάδες ώστε να σου κρατήσουν το παιδί, όπερ σημαίνει, να το πας εκεί, να είσαι αγχωμένη ότι περνάει καλά, ή ότι η μητέρα βοηθός δεν έχει εκδηλώσει τικ μέχρι να γυρίσεις, και φυσικά να είσαι με το ρολόι στο χέρι ώστε να επιστρέψεις πίσω ακριβώς στην ώρα σου, γιατί η μάνα-αρωγός έχει επίσης παιδιά, σύζυγο, δουλειές ή απλώς θέλει να ξύσει τις πατούσες της. Όπως και να χει, δεν θέλει άλλο το παιδί σου μέσα στα πόδια της.

Παράλληλα, έχεις πάντα, ένα πιάτο φαγητό το μεσημέρι, καθώς το μαγείρεμα, και μάλιστα το καλό, είναι το βασικό ένστικτο κάθε γιαγιάς. Έτσι ξεμπερδεύεις και με το καθημερινό ερώτημα, «τι μαγειρεύουμε σήμερα» που θέλει πραγματικό brainstorming για να βρεις κάτι νόστιμο, υγιεινό και που να φτιάχνεται στο πι και φι. Ευτυχώς το φαγητό της γιαγιάς, βατραχοπόδαρα να είναι, θα έχει αυτή τη μαμαδίστικη νοστιμιά, αποτέλεσμα εργατοωρών πάνω από την κατσαρόλα, παρακολούθηση όλων των μαγειρικών εκπομπών, από βέφα μέχρι Όλιβερ και αγάπη για αυτό που κάνει, ειδικά αν πρόκειται να καταλήξει στο στομάχι των εγγονιών της.

Όλα θα ήταν αγγελικά πλασμένα μέχρι εδώ και όλοι θα θέλαμε όχι μόνο να έχουμε τον παππού και την γιαγιά από πάνω, αλλά αγκαλιά στο κρεβάτι μας αν δεν προέκυπταν μερικά βασικά προβλήματα. Η καθημερινή τριβή του παππού και της γιαγιάς με το παιδί, τους επιτρέπει να δουν από κοντά όλα τα στραβά του, τα χούγια του, να γευτούν την γλωσσάρα τους που μπορεί να ξεδιπλωθεί σαν φίδι από δω μέχρι εκεί πέρα, το χτύπημα του ποδιού στο πάτωμα και αυτό το πείσμα που σε εξωθεί στα άκρα.

Με το που θα γυρίσεις λοιπόν εξουθενωμένη από τη δουλειά στο σπίτι, σε υποδέχεται με την πικέ ποδιά και με την ατάκα «ξέρεις τι μου έκανε ο γιος ΣΟΥ σήμερα ε;». «Μου είπε άσε μας», «δεν ήταν καθόλου υπάκουος» και «βασάνιζε τη γάτα». «Μα καλά, τίποτα δεν έμαθες σε αυτό το παιδί, δεν ξέρεις να του βάλεις όρια; (πρώτο καρφί). Ε βέβαια, τι περιμένεις όταν δεν υπάρχει ένας άντρας στο σπίτι να βάλει τάξη (δεύτερο καρφί). Όταν σε είχα εγώ μικρή και ύψωνα την φωνή δεν έβγαζες κιχ, αλλά εγώ ήμουν συνέχεια ΕΚΕΙ, από πάνω σου, δεν καθόμουν όλη μέρα στο ίντερνετ (τρίτο καρφί).

Το δεύτερο χειρότερο που σου συμβαίνει είναι ότι ξέρει το πρόγραμμά σου, τη ζωή σου, ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει στο σπίτι σου.

Έχει άποψη για τους φίλους σου, τις φίλες σου, τους βγάζει μάλιστα και παρατσούκλια «η ψηλέρω» αν είναι ψηλή «η μαλλιαρή» αν έχει φουντωτά μαλλιά «η μυτόγκα» αν έχει μεγάλη μύτη και «το πρόσωπο» για όποιον αρσενικό πατήσει το πόδι του στο σπίτι, ακόμα κι αν είναι ο άνθρωπος που ήρθε να πλύνει τα χαλιά. Έρχεται, για παράδειγμα στο σπίτι ο λογιστής για να κάνετε την φορολογική δήλωση. Τον μυρίζεται από μακριά. Βγαίνει λοιπόν φουριόζα στο μπαλκόνι η γιαγιά, του παίρνει μέτρα και μετά φωνάζει από πάνω «να σας φτιάξω ένα καφεδάκι;». Κατεβαίνει γρήγορα κάτω, μου κλείνει το μάτι, μου δείχνει ότι εγκρίνει, με σκουντά κρυφά, μου κάνει κάτι γελάκια – μας έχει πάρει χαμπάρι ο άνθρωπος εν τω μεταξύ. Μπαίνουμε γρήγορα στο σπίτι και πάω να την κλείσω έξω. Βάζει το πόδι στην πόρτα, σαν τον μακελάρη στις ταινίες θρίλερ, χώνει το πρόσωπό της στην πόρτα και πετάει ένα «άντε να φτιάξεις πάλι τη ζωή σου, καλός είναι» και φεύγει.

Το τρίτο είναι ότι μια πόρτα μένετε, που σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να σε πάρει τηλέφωνο για να έρθει στο σπίτι σου.

Δεν έχει παρά να πατήσει το κουμπί στο ασανσέρ και να προσεληνωθεί έξω από την πόρτα σου. Χτυπάει το κουδούνι και με το που ανοίγεις σου κάνει παρατήρηση που δεν έχεις αφήσει ένα κλειδί απέξω μόνιμα (αυτό θα μου έλειπε). Μπαίνει μέσα με τα χέρια σταυρωμένα στην πλάτη, και με ανακριτικό ύφος επιθεωρεί τον χώρο λες και έχω κάπου κρυμμένη μαριχουάνα. «Πω πω πω σκόνη» λέει, αφού περνάει τον πάγκο με το δάχτυλό της. Στη συνέχεια το φυσάει επιδεικτικά και πάει προς το σαλόνι. «Βάλε ένα κάλυμμα στον καλό καναπέ, έχεις τα παιδιά και χοροπηδάνε και θα τον χαλάσουν, τόσα λεφτά». Βλέπει παρατημένα παπούτσια στο διάδρομο. «Καινούρια, είναι αυτά; Μα τι τακούνι είναι αυτό; Πώς τα περπατάτε ήθελα να ‘ξερα…».

Στο τέλος της επιθεώρησης αρχίζω και φορτώνω άσχημα, οπότε την διώχνω άρον άρον. Φεύγει γκρινιάζοντας, μουρμουρίζοντας κάτι «μόνο για να βοηθάμε είμαστε καλοί, αλλά δεν είμαστε ευπρόσδεκτοι στα σπίτια σας». Αύριο πάλι.

Γράφει η Βίκυ Χειλάκη

Διαβάστε επίσης:
Αγαπημένη μου κόρη, ο ρόλος της γιαγιάς δεν είναι το babysitting

Ακολούθησε το TheMamagers στο Instagram

Διαβάστε περισσότερα

Best of network