Η πριγκίπισσα της Ουαλίας, Kate Middletοn, αποκάλυψε ότι έχει διαγνωστεί με καρκίνο και βρίσκεται στα αρχικά στάδια της χημειοθεραπείας. Σε βίντεο που βιντεοσκοπήθηκε στο κάστρο του Windsor από το BBC, η πριγκίπισσα εξήγησε ότι χρειάστηκε αρκετό χρόνο για να εξηγήσει την κατάσταση στα τρία παιδιά της, τον George, τη Charlotte και τον Louis, δέκα, οχτώ και πέντε ετών αντίστοιχα.
Όπως είπε “Aυτό φυσικά προκάλεσε τεράστιο σοκ και ο William και εγώ κάνουμε ό,τι μπορούμε για να το επεξεργαστούμε και να το διαχειριστούμε ιδιωτικά για χάρη της νεαρής οικογένειάς μας”, είπε. “Όπως μπορείτε να φανταστείτε, αυτό πήρε χρόνο. Μου πήρε χρόνο για να συνέλθω από μια μεγάλη χειρουργική επέμβαση για να ξεκινήσω τη θεραπεία μου. Αλλά, το πιο σημαντικό, μας πήρε χρόνο για να εξηγήσουμε τα πάντα στον Geoge, τη Charlotte και τον Louis με τρόπο που ανταποκρίνεται στην ηλικία τους και να τους καθησυχάσουμε ότι θα είμαι εντάξει”.
Η δήλωση της πριγκίπισσας της Ουαλίας μας φέρνει στο μυαλό τόσες και τόσες ιστορίες μαμάδων που μετά τη διάγνωση η πρώτη τους έννοια ήταν πώς θα το μεταφέρουν στα παιδιά. Πώς θα τα καθησυχάσουν και πώς θα τους μιλήσουν για κάτι τόσο δύσκολο. Η κάθεμια με τον δικό της τρόπο, με τη δική της αλήθεια μοιράστηκε αυτή τη δύσκολη στιγμή με την οικογένειά της και έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε. Όπως κάνουν οι μαμάδες σε όλες τις δυσκολίες.
Πρόσφατα, η Μαρία Πολύζου σε συνέντευξή της στο Shape είχε αναφερθεί στη στιγμή που μίλησε στην κόρη της: “Φρόντιζα να φτιάχνω μια καλή ατμόσφαιρα, βλέπαμε ταινίες με την κόρη μου και έβαζα μουσική τόσο για εμένα, όσο και για εκείνη, για να μη φοβηθεί. Το πρώτο πράγμα που μου είπε η Αγάπη όταν έμαθε τα νέα ήταν: “Μαμά, πες μου ότι δεν θα πεθάνεις“. Ήταν 18 χρονών τότε. Όσο με έβλεπε όμως κεφάτη μες στο σπίτι ήταν καλά κι εκείνη. Εκεί έδωσα τη μεγαλύτερη μάχη μου: να μη δω το πρόσωπο του παιδιού μου στενοχωρημένο. Θυμάμαι μια μέρα που μού είπε: “Μαμά, μήπως αν βγω με τους φίλους μου, δεν είμαι καλή κόρη;”. Μα αυτό ήταν ακριβώς που δεν ήθελα να συμβεί. Δεν μπορεί να σταματήσει η ζωή κανενός! Οι άνθρωποι που βρίσκονται δίπλα σου είναι επίσης πολύ σημαντικός παράγοντας. Γιατί κάποιοι μπορεί να σε αγαπάνε αλλά δεν μπορούν να αντέξουν ότι υποφέρεις, άλλοι σε λυπούνται και άλλοι είναι δυνατοί και θετικοί. Κρατάμε μόνο τους τελευταίους”.
Θυμηθήκαμε, όμως, και μια άλλη ιστορία. Μιας μαμάς με δυο παιδιά που δεν μπόρεσε να τους το πει. Για να μην πονέσουν. H αγάπη της νίκησε τον πόνο της:
“Σσσσςςς, θα μιλήσω απαλά, ήρεμα, σιγανά…
Θα μιλήσω ταπεινά, ψιθυριστά…
Έχω μία φίλη. Έχει νιάτα. Έχει ομορφιά. Έχει δύο παιδιά. Έχει καρκίνο.
Δεν το ‘χει πει στα παιδιά. Έβαλε περούκα πριν της πέσουν τα μαλλιά, ζωγράφισε τα φρύδια της πριν μαδήσουν. Έχει καρκίνο και πονάει, αλλά δεν θέλει να πονέσουν τα παιδιά. Γιατί τα αγαπάει πιο πολύ από τον εαυτό της. Τα αγαπάει πιο πολύ από τον πόνο της.
Εγώ, αν είχα καρκίνο, θα πήγαινα να βρω τον ίδιο τον Θεό. «Φτου σου» θα του έλεγα, «δεν ντρέπεσαι να μου δίνεις καρκίνο ενώ έχω μικρά παιδιά;» Θα οργιζόμουν, θα χτυπιόμουν για το άδικο, θα είχα και επιχειρήματα: «Θεέ, γιατί σε μένα; Δεν ήρθε ακόμη η σειρά μου για τέτοιο πόνο. Έχω παιδιά, με έχουν ανάγκη, ξυπνάω χαράματα για να τα φροντίσω, είμαι νέα, πολύ νέα, Θεέ, έχω μικρά παιδιά, χάθηκε να «δοκιμάσεις» κάποιον άλλον; Όχι κάποιον νέο, όχι, προς Θεού, κάποιον που έζησε εκατό χρόνια, κάποιον που βαρέθηκε, κάποιον που τελείωσε με τις υποχρεώσεις…
Εγώ έχω υποχρεώσεις, Θεέ, έχω να πάω τα παιδιά στο σχολείο, έχω να μαγειρέψω, υγιεινά, τώρα δύο φορές πιο υγιεινά, να εξασφαλίσω πως δε θα πάθουν αυτό που έπαθα κι αυτά, έχω να τα φροντίσω διπλά, ο μεγάλος δεν τα πάει καλά στα μαθηματικά, πρέπει να είμαι εδώ να του τα εξηγήσω, κι ο μικρός φοβάται τις νύχτες, δεν κοιμάται χωρίς φως, πως θα κοιμάται χωρίς να είμαι εγώ εδώ να τον ηρεμήσω;»
Έτσι θα έκανα εγώ. Όχι όπως κάνει η φίλη μου… Που χαμογελάει γενναία. Που μετά τη χημειοθεραπεία πάει τα παιδιά για σουβλάκια. Που κάνει εμετό στο παρτέρι του σουβλατζίδικου κρυφά από τα παιδιά. Κρυφά από όλους, για να μη τους πονέσει…
Αλλιώς θα έκανα εγώ. Θα έβαζα απέναντι τα παιδιά.
«Έχω καρκίνο, μάγκες» θα τους έλεγα.
«Κομμένα τα τερτίπια, κομμένα τα ναζάκια σας, έχω αγώνα δύσκολο, δείτε με πως πονάω, δείτε με, λυπηθείτε με, δείξτε συμπόνια, κόψτε τις γκρίνιες σας, φροντίστε με όπως σας φρόντισα, μικρά, εγωιστικά πλασματάκια…»
Έτσι θα έκανα εγώ. Γιατί είμαι «λίγη», γιατί δεν αγαπώ αρκετά, γιατί δεν έχω το μεγαλείο της φίλης μου, γιατί δεν είμαι γενναία.
Δεν είμαι σαν τη φίλη μου. Που είναι πιο πολύ μαμά, παρά απελπισία. Πιο πολύ μαμά, παρά πόνος. Που είναι πιο πολύ μαμά, παρά άνθρωπος. Που είναι μαμά και όχι αρρώστια.
Μαμά και όχι θλίψη.
Μαμά και όχι καρκίνος.
Σσσςςς, ας μη μιλήσει κανείς. Ούτε καν σιγανά. Ούτε ψιθυριστά. Ας μην πληγώσει κανείς με περιττές λέξεις το μεγαλείο της.
Της φίλης μου. Της υπέροχης φίλης μου.
Και όλων όσων, σαν κι αυτή, είναι μητέρες κι όχι πόνος“.