Συχνά έχω το σύνδρομο της γεμάτης φωλιάς. Το ξέρεις αυτό το σύνδρομο. Είναι αυτό για το οποίο δεν μιλά ποτέ κανείς. Απαγορεύεται να μιλάμε για αυτό. Όχι, δεν πάσχω από κάποια ψυχιατρική διαταραχή που με ωθεί στο να μην εκτιμώ αυτά που έχω. Απλά υπάρχουν στιγμές που μετανιώνω για αυτά που θέλησα. Και τα θέλησα πολύ.
Εν αρχή ήταν ο σκύλος. Προσπάθησα πολύ να προσποιηθώ ότι δεν άλλαξε τίποτα από τότε που μπήκε στην ζωή μου. Πήρα μόνο αγάπη και πάνω από όλα, παρέα. Αλλά μετά πήρα και κάτι τρίχες, κάτι βόλτες και κάτι έγνοιες. Σκούπα κάθε μέρα ανελλιπώς.
– Δεν μπορώ να μείνω μέχρι αργά, θα τα κάνει πάνω του ο σκύλος.
– Δεν μπορώ να έρθω Ρώμη. Δεν έχω που να αφήσω τον σκύλο.
Ό,τι απόφαση κι αν ήθελα να πάρω έπρεπε να λάβω υπόψιν τον σκύλο.
Και μετά, ήρθε εκείνος. Τότε που τα ράφια της βιβλιοθήκης μου μπούκωσαν με βιβλία που δεν είχα διαβάσει εγώ (τα άπαντα της BMW κλπ). Συρτάρια που γέμισαν με ρούχα που δεν ήταν δικά μου και αναγκάστηκα να πακετάρω τα καλοκαιρινά σε αεροστεγή συσκευασία κάτω από το κρεββάτι. Κι έτσι την άνοιξη να ζω το δράμα του «δεν έχω τι να φορέσω». Το ότι βάζω 2 πλυντήρια την ημέρα και για να μειώσω το σίδερο, φοράω – αποκλειστικά εγώ – τα ίδια ρούχα επί δύο μέρες. Το ότι αναγκάστηκα να ανέχομαι ένα ραδιόφωνο παλιατζούρα σε περίοπτη θέση στο σπίτι, το οποίο δεν αγόρασα. Άρχισα να σκέφτομαι για δύο, άντε δυόμιση γιατί είναι κι ο σκύλος. Στα καθημερινά, στα πρακτικά, στο τίποτα δηλαδή, δεν ήμουν πια μόνη.
Τελείωσαν οι ρούχλες στον καναπέ όπως εγώ τις απολάμβανα. Δεν κυκλοφορώ πια με deca-look στο σπίτι γιατί απλά βαριέμαι. Να ακούω την Πιαφ στη διαπασών και να μην σπάω ξένα αυτιά αλλά μόνο τα δικά μου. Δεν υπάρχει το πριν και το μετά στην αμφισβητημένη ομορφιά μου. Υπάρχει το φάτσα φόρα. Κι έτσι δεν έχω την ευκαιρία να πλυθώ, να βαφτώ, να σιαχτώ, να γίνω μοιραία. Το βασικότερο είναι ότι δεν φεύγει. Δεν πάει σπίτι του και τα λέμε αύριο με ραντεβού. Να πάρουμε μία ανάσα. Να μας λείψουμε. Να έχουμε τα μυστικά μας.
Τα «που ήσουν και δεν το σήκωνες» και τα «με ξέχασες, ούτε ένα μήνυμα».
Κάναμε αμάν να συγκατοικήσουμε. Για να μην τα έχουμε. Και τώρα που ‘ντα;
Καλώς όρισε κι ο τρίτος. Καλώς όρισε κι ο τέταρτος. Παιχνίδια, φιλιά, αγάπες, λατρεία. Εξάρτηση, αρρώστιες, φασαρία, τσακωμοί. Πρόγραμμα και αποφάσεις για τεσσεράμισι. «Όλοι οι καλοί χωράνε».
Κι εμένα καλοί είναι ρε παιδιά, αλλά δεν χωράνε πάντα. Δεν χωράνε πάντα στο σπίτι, δεν χωράνε πάντα στον χρόνο, δεν χωράνε πάντα στα κέφια. Και καταβάλουμε όλοι μεγάλες προσπάθειες για να χωράμε. Γιατί αυτό είναι οικογένεια. Γιατί καλύτερα μαζί παρά χώρια. Γιατί καλύτερα παρέα παρά μόνη.
Και κάθε φορά που λέω πως το μυαλό μου δεν χωράει άλλο. Πως γέμισε, πως αρχίζει και καίγεται και νιώθω πιο μόνη από ποτέ, γεύομαι την αυθόρμητη αγκαλιά. Τα κακαριστά γέλια, το σε ευχαριστώ, τα πόδια του να σφίγγουν τις πατούσες μου το βράδυ. Το απαλό γλύψιμο στο χέρι πακέτο με το κουταβίσιο βλέμμα.