Στην αρχή δεν λέγατε τίποτα.
Ήμουν 10 θυμάμαι, αλλά έπιανα στον αέρα, ένα ασυναίσθητο «κάτι». Οι ματιές σας σκάλωναν στα έπιπλα, στο πάτωμα, στο ταβάνι, προκειμένου να μην συναντηθούν. Οι κουβέντες είχαν περιοριστεί στα βασικά. «Τι ώρα θα έρθεις»; «Θα φας το μεσημέρι»; «Αύριο θα πας εσύ τον μικρό σχολείο»; Τα βράδια στον καναπέ δεν ήταν όπως παλιά. Η μαμά δεν άπλωνε τα πόδια της στου μπαμπά, δεν ξάπλωνε στον ώμο του. Ήταν καθισμένοι και οι δυο στις άκρες του καναπέ, σαν να τον είχαν χωρίσει στη μέση με μια νοητή γραμμή και δεν επιτρεπόταν να περάσει τίποτα από την άλλη πλευρά. Όπως κάναμε εμείς στα θρανία παλιότερα. Πέρασε η γόμα σου από τη γραμμή; Έχεις πέναλτι.
Έφαγα έναν χρόνο στο κεφάλι να προσπαθώ να αποκωδικοποιήσω μέσα από τις σιωπές σας, αυτό που θέλατε να πείτε. Ο ένας στον άλλον καταρχήν και μετά σε μένα. Γιατί όπως αποδείχτηκε σε αυτή την ιστορία ήμουν σαν τον απατημένο, που το μαθαίνει πάντα τελευταίος. Άλλο αν εγώ το ήξερα, και έκανα πως δεν. Γιατί το έκανα αυτό; Γιατί κάπου ευχόμουν να κάνω λάθος, κάπου ονειρευόμουν ότι περνάτε μια κρίση και όλο αυτό θα περάσει. Γι αυτό το έκανα.
Δύο χρόνια πέρασαν κάπως έτσι. Με δυο ξένους μέσα στο σπίτι που έπαιζαν, σαν πρωτάρηδες ηθοποιοί, τον ρόλο του ενωμένου ζευγαριού. Κι εγώ ηθοποιός από την πλευρά μου να κάνω ότι δεν συμβαίνει τίποτα. Είχα γίνει εξπέρ και είχα μάθει τα πάντα, ακόμα και αυτά που δεν θα μου λέγατε, όταν θα αποφασίζατε να μου το ανακοινώσετε. Πίσω από τις κλειστές πόρτες άκουγα τηλεφωνήματα της μαμάς που μιλούσε με τις φίλες της ή με τη γιαγιά καμιά φορά και έκλαιγε, μιλούσε άσχημα για τον μπαμπά και μετά κάπνιζε πάρα πολύ. Ποτέ δεν κάπνιζε τόσο. Τον μπαμπά δεν κατάφερα να τον κρυφακούσω γιατί ερχόταν όλο και λιγότερο στο σπίτι. Προφασιζόμενος δουλειές.
Ο εφιάλτης ήταν τα σαββατοκύριακα που «έπρεπε» σαν ενωμένη οικογένεια να πηγαίνουμε σε καλέσματα, πάρτι, δικές μου δραστηριότητες. Εκεί κάναμε και οι τρεις μια απίστευτη αγγαρεία, κατά την οποία εγώ ένιωθα παράλληλα ο συνδετικός κρίκος, η κόλλα που κρατούσε με το ζόρι αυτούς τους δυο ανθρώπους ενωμένους και παράλληλα ο σάκος του μποξ, εφόσον εγώ ήμουν η αιτία που δεν μπορούσε ο ένας να απαλλαχτεί από τον άλλον. Αυτό με πλήγωνε περισσότερο απ’ όλα.
Είχα περάσει ατελείωτα βράδια να σκέφτομαι πως αν δεν υπήρχα εγώ στη ζωή τους, τώρα θα τραβούσε ο καθένας τον δρόμο του και δεν θα χρειαζόταν να ζούμε όλοι αυτό το μαρτύριο. Να προσποιούμαστε ότι είμαστε όπως παλιά, ότι είμαστε μια ομάδα, ότι είμαστε οι ίδιοι άνθρωποι με αυτούς στις γελαστές φωτογραφίες των τριών μας στις κορνίζες από διακοπές, από γενέθλια όπου εγώ είμαι σε όλες τις ηλικίες ένα χαρούμενο παιδάκι και εκείνοι λαμπεροί και μαζί, όπως θα έπρεπε να είναι το μαζί. Όπως μου είχαν μάθει ότι θα έπρεπε να είναι. Άλλες φορές σκεφτόμουν, πως αν είμαι εγώ η αιτία που μένουν μαζί μήπως βοηθήσω να βρουν ο ένας τον άλλον με έναν τρόπο. Μήπως τους ενώσω.
Είχα δει πολλές οικογενειακές ταινίες με happy end που ενώ οι γονείς ήταν στα πρόθυρα χωρισμού, κάτι δυσάρεστο συνέβαινε στο παιδί και τελικά οι τίτλοι τέλους τους έβρισκαν όλους αγκαλιασμένους και μονιασμένους να κοιτάζουν κάποιο ηλιοβασίλεμα. Θυμάμαι που άρχισα να κάνω σχέδια. Σκεφτόμουν πως αν έσπαγα το πόδι μου, πάθαινα ένα ατύχημα, αρρώσταινα βαριά, όλη αυτή η περιπέτεια στο νοσοκομείο, η αγωνία τους για μένα, για το αν θα ζήσω, αν θα πεθάνω, θα τους έφερνε πιο κοντά και ίσως ξεχνούσαν όλα αυτά που τους χώριζαν, και που ακόμα και σήμερα δεν έχω καταλάβει ποια ήταν.
Γκούγκλαρα όλες τις πιθανές ασθένειες που μπορεί να σε στείλουν στα επείγοντα ή έστω για εισαγωγή και το μόνο που θα μπορούσα να πετύχω ήταν μια καλή βρογχοπνευμονία. Γιατί να σπάσω χέρι ή πόδι μου φαινόταν πολύ βαρύ. Ενώ το να βγω στο κρύο χωρίς μπουφάν ή ζακέτα δεν ήταν και τίποτα. Για να μην τα πολυλογώ, τα κατάφερα κατά το ήμισυ, έπαθα μια γερή γρίπη και έμεινα κρεβατωμένος στο σπίτι για καμία εβδομάδα. Μπορώ να γράφω για ώρες όλα αυτά που είχα σκαρφιστεί προκειμένου να τους κρατήσω μαζί. Ναρκωτικά, ακρωτηριασμούς, αλητείες, κακές παρέες, για να πέσουν με τα μούτρα πάνω μου, αλλά – ευτυχώς – κατάλαβα ότι όλα αυτά θα ήταν ένα επιπλέον πρόβλημα στο ήδη υπάρχον.
Απλά τα καταγράφω για να πω πως οι γονείς, και όλοι εσείς οι «μεγάλοι», δεν έχετε ιδέα τι περνάει από το μυαλό ενός παιδιού αυτές τις δύσκολες ώρες. Γιατί αυτές οι δύσκολες ώρες είναι οι πιο μοναχικές, οι πιο αβάσταχτες. Δυο άνθρωποι που είναι όλος σου ο κόσμος, το καταφύγιό σου, οι «φίλοι» σου, το στήριγμά σου αντιμετωπίζουν ένα τεράστιο πρόβλημα το οποίο παρακολουθείς φαινομενικά αμέτοχος. Είσαι θεατής μιας καταστροφής που έρχεται, που σε αφορά άμεσα, την οποία δεν προκάλεσες και δεν μπορείς να αλλάξεις. Είναι η πρώτη σου πραγματική εμπειρία με την σκληρότητα της ζωής. Και οι μόνοι που θα μπορούσαν ποτέ να σε προστατεύουν από αυτή την σκληρότητα, είναι ανίκανοι να σε βοηθήσουν. Τουλάχιστον όχι εκείνη την ώρα.
Έναν χρόνο μετά, σε ένα Κυριακάτικο φαγητό έξω, δίπλα στο κύμα, μου ανακοίνωσαν ότι χωρίζουν. Ήταν η μόνη φορά που τους έβλεπα καλά μετά από πολύ καιρό. Είχαν αγωνία για το τι θα πω. Με κοίταζαν στα μάτια σιωπηλοί. Δεν τους είπα ότι τα είχα καταλάβει όλα χρόνια τώρα. Τους είπα «κάτι είχα καταλάβει τελευταία ». Μου μιλούσαν ώρες για το πόσο με αγαπούν, ότι δεν θα χάσω κανέναν από αυτούς, ότι θα είναι πάντα δίπλα μου.
Και ήξερα ότι έτσι είναι. Δεν έλεγαν ψέματα.
Ήξερα ότι θα συνεχίσουμε να είμαστε οικογένεια και ότι θα έχω δύο σπίτια τώρα και δυο δωμάτια και ίσως περισσότερα χατίρια σαν αντίτιμο στην «ταλαιπωρία μου».
Ήξερα ακόμα ότι αυτές οι φωτογραφίες με τους τρεις μας θα ήταν μια ανάμνηση, ότι δεν θα τους ξανάβλεπα αγκαλιά στον καναπέ και ότι αυτή η αγάπη που μοιραζόταν στα τρία θα ήταν κάπως λειψή.
Ήξερα ότι δεν θα χάσω τους γονείς μου και δεν πενθούσα γι αυτό. Ήμουν 14, αρκετά μεγάλος.