Λες μια φορά κάτι με χαμόγελο, το λες δεύτερη φορά και αρχίζεις να εκνευρίζεσαι. Την τρίτη ή την τέταρτη ξέρεις ότι δύσκολα θα αποφύγεις τη φωνή. Δεν σου αρέσει, όμως. Θέλεις να βρεις έναν απλό και αποτελεσματικό τρόπο για να διορθώσεις τον τρόπο επικοινωνίας που έχεις με το παιδί σου όταν ζητάς κάτι.
Νιώθεις ότι το παιδί σε αγνοεί ή απλά έχει επιλέξει να μην κάνεις τίποτα από όσα λες. Μήπως, όμως, να αλλάξεις τον τρόπο με τον οποίο τα λες; Πάρε για παράδειγμα τον εαυτό σου: Εάν περπατούσες στον δρόμο και κάποιος σου έλεγε “δέσε το κορδόνι σου”, μπορεί και να τον αγνοούσες. Μπορεί και να εκνευριζόσουν και να σκεφτόσουν “μην μου λες τι να κάνω”. Οι άνθρωποι γενικά αντιδράμε έτσι όταν κάποιος μας δίνει μια εντολή. Αντίθετα, όταν δεν μας λέει τι να κάνουμε κι απλά μας θέτει τα δεδομένα, τότε πιστεύουμε ότι είναι δική μας ευθύνη η λύση. Εάν, δηλαδή, σου έλεγε κάποιος “τα κορδόνια σου είναι λυμένα”, τότε μάλλον θα τον ευχαριστούσες και αμέσως θα έδενες τα κορδόνια σου.
Η ίδια προσέγγιση λειτουργεί και με τα παιδιά μας. Δίνοντας τα δεδομένα, όχι μόνο τα βοηθάμε να βρουν μόνα τους τη λύση, αλλά τους δείχνουμε σεβασμό και εμπιστοσύνη. Αντί να λέμε, δηλαδή “πήγαινε τα πιάτα στον νεροχύτη” μπορούμε να πούμε “το πιάτο σου είναι στο τραπέζι”, αντί να πούμε “μάζεψε τα παιχνίδια σου”, μπορούμε να πούμε “τα παιχνίδια σου είναι στο πάτωμα”.
Τα παιδιά ακούν όλη μέρα κάποιον να τους λέει τι να κάνουν. Γεμίζουν με εντολές και αυτό είναι κουραστικό. Κάποιες φορές μας αγνοούν επειδή δεν μπορούν να εστιάσουν σε ένα ακόμα πράγμα που πρέπει να κάνουν. Αναφέροντας απλά την κατάσταση και όχι αυτό που πρέπει να κάνουν, παίρνουν τα ίδια την ευθύνη, είναι δική τους η ιδέα, άρα τους είναι και πιο ευχάριστο. Επιπλέον μαθαίνουν να βρίσκουν μόνα τους λύση σε προβλήματα αντί να σκέφτονται “οι γονείς μου ξέρουν τι πρέπει να κάνω, άρα δεν χρειάζεται να με απασχολεί εμένα”.