Έχασα τον πρώτο δικό μου άνθρωπο στα 13. Όχι συγγενή αλλά φίλο. Συμμαθητή. Πήγα στην κηδεία. Δεν θυμάμαι πολλά, θυμάμαι όμως ότι δεν είχα συνείδηση του τι είχε συμβεί.
Έκανα το λάθος να προσπαθήσω να καταλάβω, να νιώσω, τι ακριβώς σημαίνει να πεθαίνει κάποιος “δικός σου”.
Το ευτύχημα ήταν ότι κάποιος ήταν κοντά και με γράπωσε από τα κάγκελα του μπαλκονιού. “Δεν χρειάζεται να κάνεις το μέλλον σου χωρίς αυτόν, εικόνα. Δεν χρειάζεται να το κάνεις πάγιο συναίσθημα. Αν το κάνεις, έχεις τελειώσει. Όσοι πεθαίνουν, φεύγουν, δεν χάνονται. Το παρελθόν σου μαζί του δεν σβήνεται. Είναι κομμάτι σου, άρα είσαι εσύ. Τον κουβαλάς μαζί σου, όπου κι αν πας. Θες, δεν θες. Είναι πολύ σημαντικό για να το απαρνιέσαι.”
Ήταν περίπου δυόμισι ετών. Σε μία από τις βόλτες μας, είδαμε μία χτυπημένη γάτα. Κοντοστάθηκε δίπλα της με απορία και την κοίταξε σαν να έβλεπε το πιο αξιοπερίεργο πράγμα στον κόσμο. Χωρίς φόβο ή αηδία. Πηγαία απορία μόνο. Το μυαλό της έκανε τη γνωστή φασαρία. Το δικό μου επίσης, γιατί ήξερα τι θα ακολουθήσει.
“Τι ‘ναι ατό;”
Είχα δυο προφανείς επιλογές. Να την βουτήξω σαν αρνί και ν’αρχίσω να τρέχω ή να της μιλήσω για το τραγικό, ομολογουμένως, ατύχημα του αιλουροειδούς. Επέλεξα το δεύτερο. Καθίσαμε λίγο πιο πέρα από την γάτα, δεν φύγαμε.
Και είπαμε μία ιστορία. Την ιστορία μιας πανέμορφης γάτας, που προσπάθησε να διασχίσει τον δρόμο αμέριμνη ή ίσως βιαστική κι ενός οδηγού αμέριμνου ή ίσως βιαστικού (και by the way, ότι γι αυτό γκαρίζω ότι πρέπει να κοιτάει τον δρόμο πριν τον διασχίσει).
“ Τι είναι πεθαμένη;”
Η δεύτερη ιστορία μόλις είχε ξεκινήσει.
Πρόσφατα, πέθανε ο παππούς της. Αναρωτηθήκαμε αν πρέπει να έρθει στην κηδεία. Αποφασίσαμε να την πάρουμε μαζί. Σωστό; Λάθος; Αδιάφορο τώρα πια, γιατί το πράξαμε.
Περπατήσαμε όλο το νεκροταφείο. Της έβγαινε το παπούτσι συνέχεια. Τα νεύρα της, κορδέλες. Κάθε τόσο σταματούσαμε για να το ξαναβάλουμε. Κι έτσι πρόσεξε τους τάφους. Κι έτσι ρώτησε ξανά.
“Τι είναι αυτό;”
“Τάφος”
“Τι είναι τάφος;”
“Σπιτάκι”
“Ωραίο. Θα μου πάρεις ένα κι εμένα;”
“Μπα, μάλλον θα μου πάρεις εσύ ένα”
Η τρίτη ιστορία μόλις είχε ξεκινήσει. Παρακολουθήσαμε το φέρετρο να μπαίνει στο χώμα. Ο παππούς είναι μέσα σ’ ένα κουτί, στο χώμα. Κι εμείς θα ερχόμαστε να του μιλάμε, να καθαρίζουμε το σπιτάκι, να του αφήνουμε λουλούδια. Ο παππούς ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος που έκανε 4 παιδιά και άλλα σπουδαία πράγματα. Ήταν και θα είναι, ο σούπερ παππούς της.
“Μαμά, εγώ πότε θα πεθάνω;”
Αυτή η ερώτηση με αποτελείωσε. Όμως, δεν μπορείς να κρυφτείς από τα παιδιά.
“Αργείς ακόμα, αργείς.”
“Πόσο αργώ;”
Μπήξε κι άλλο το μαχαίρι, σκέφτηκα.
“Ε, μόλις ξεκίνησες. Έχεις τόσο χρόνο, που δεν μπορώ να τον μετρήσω.”
“Εσύ, πότε θα πεθάνεις;”
“Αργώ ακόμα, αργώ”
“Θα πεθάνεις όμως; Σίγουρα;”
Η στιγμή της αλήθειας.
“Βεβαίως. Γιατί πρέπει να πάρουν σειρά άλλοι. Αλλά τώρα ζούμε, όποτε πάμε να σε κεράσω ένα cupcake να γλυκαθούμε λίγο;”
Αυτό στην γλώσσα του crisis management λέγεται divert attention.
Δεν ξέρω αν αγχώθηκε. Δεν ξέρω τι κατάλαβε. Μου φάνηκε καθησυχασμένη. Το μόνο που ξέρω είναι ότι δεν είπα ψέμματα.
Ό, τι ζωντανό κάποια στιγμή, πεθαίνει. Τα λουλούδια, τα ζώα, οι άνθρωποι. Σταματούν να αναπνέουν εκούσια ή ακούσια. Με απλά λόγια, φεύγουμε. Κι αν φύγαμε νωρίς, είναι κρίμα και άδικο.
Η θλίψη για κάτι που φεύγει είναι αναγκαία και λυτρωτική. Αλλά το ότι ήταν κάποτε εκεί, είναι αναντικατάστατο. Η αλήθεια είναι αυτή. Τα υπόλοιπα είναι ψέμματα μεγάλα και αποπροσανατολιστικά.