Το ξυπνητήρι του κινητού μου χτυπάει στις επτά ακριβώς, από την άλλη άκρη του δωματίου, πολύ μακριά μου, όπου το έχω τοποθετήσει αποβραδίς ακριβώς για να μην μπορώ να το απενεργοποιήσω, ακριβώς για να αναγκαστώ να υποταχθώ στο ξύπνημά μου.
Σηκώνομαι σβέλτα και πατάω την αναβολή και κερδίζω άλλα πέντε λεπτά ύπνου, γεμάτα ευδαιμονία και γεμάτα αγωνία. Μετά από πέντε λεπτά ξαναχτυπάει και τότε εύχομαι να μπορούσα να το πυροβολήσω, αλά Κλιντ Ίστγουντ, με ένα μικρό κομψό πιστόλι, που θα έπρεπε να έχω φροντίσει να έχω κάτω από το μαξιλάρι μου. Δεν έχω όμως πιστόλι, οπότε ανασηκώνομαι. Φοράω τις φόρμες μου και τα αθλητικά χωρίς κάλτσες για να κερδίσω λίγο χρόνο. Περπατάω φουριόζικα, φτάνω στα δωμάτια των παιδιών, ξυπνάω πρώτα τον γιο μου. Δε θέλει να πάει σχολείο, έχουν τεστ στη Γεωμετρία, δεν είναι διαβασμένος καλά, να πάρω να πω πως είναι άρρωστος. Ξοδεύω δύο τρία λεπτά για να τον μεταπείσω, αυτός αλλάζει πλευρό, και κουκουλώνεται με πείσμα κάτω από το πάπλωμα και εγώ σκέφτομαι πως θέλω να ξαπλώσω δίπλα του, να χουχουλιαστώ μαζί του ως το μεσημέρι, και να αποφύγουμε κι οι δυο τις υποχρεώσεις μας- αυτός το τεστ, εγώ τη δουλειά ( μπορώ να πάρω και να πω πως είμαι άρρωστη, πως έχω κλιμακτήριο, ημικρανία, τύφο ή απλώς πως έχω την υπερκόπωση μιας μαμάς, ίσως, αν τους το πω, να με καταλάβουν).
Νικάει ο τίμιος εαυτός μου – αυτός ο βλάκας εαυτός μου- οπότε εγκαταλείπω την ιδέα και μπαίνω στο δωμάτιο της κόρης. Ξυπνάει σχετικά εύκολα, δόξα τω θεώ, και εγώ κρατάω την αναπνοή μου γιατί κάθε μορφή ευκολίας στο ξύπνημα με κάνει πλέον καχύποπτη. Πάω στα γρήγορα στην κουζίνα, πριν προλάβει να αλλάξει στάση, και βάζω ένα ποτήρι γάλα στο φούρνο μικροκυμάτων να ζεσταθεί – το ξέρω, το γάλα αλλοιώνεται στο φούρνο, αύριο που θα ξυπνήσω νωρίτερα, θα το ζεστάνω στο μπρίκι, δε θα πάθει τίποτα αν πιει αυτό το γάλα, δώδεκα χρόνια έτσι το ζεσταίνω, αλλά αύριο που θα ξυπνήσω νωρίτερα θα το ζεστάνω σωστά, όχι τώρα που η ώρα είναι ήδη 7.15, θεέ μου είναι ήδη 7.15.
«Πού είναι η μπλούζα με τον Τζάστιν Μπίπερ;» ακούω από μέσα και η καρδιά μου σφίγγεται. Ξαναγυρίζω μανιασμένα στο δωμάτιό της, ψάχνω την ντουλάπα, πρέπει κάποτε να κάνω εκκαθάριση στην ντουλάπα, να πετάξω τα παλιά ρούχα της, να τα δωρίσω, να μείνουν μόνο τα χρήσιμα, θα το κάνω αύριο που θα ξυπνήσω νωρίτερα, όχι τώρα, που η ώρα είναι 7.17. Βρίσκω την μπλούζα και την ανεμίζω θριαμβευτικά, οπότε κερδίζω ένα χαμόγελο εκ μέρους της, ευτυχώς, ευτυχώς που βρήκα την μπλούζα. Πίσω στην κουζίνα, βάζω ένα καλαμάκι μέσα στο ποτήρι με το ζεστό γάλα, ξέρω, ξέρω, δεν κάνει να βάζω πλαστικό καλαμάκι σε ζεστό γάλα, αύριο που θα ξυπνήσω νωρίτερα, θα το αφήσω να κρυώσει, αλλά τώρα είναι 7.18, αύριο ίσως κάνω και ένα ωραίο πρωϊνό για τα παιδιά, θα ξυπνήσω νωρίτερα, θα κάνω πρωϊνό και θα κάνω και ωραία υγιεινά σάντουιτς με τόνους και μαρούλια, αλλά τώρα που είναι 7.20 θα δώσω στην κόρη μου ένα δίευρο να αγοράσει κανά κρουασάν από το κυλικείο, δε χάθηκε ο κόσμος να φάει και λίγη ζάχαρη, και χθες και προχθές που έφαγε, τι έπαθε…
Κατεβαίνουμε, ενώ εκείνη πίνει το γάλα με το καλαμάκι μέσα στο ασανσέρ, γιατί έχουμε αργήσει, θεέ μου, έχουμε αργήσει, μετά μπαίνουμε στο αυτοκίνητο, πατάω άγρια το γκάζι, προλαβαίνουμε στο τσακ το σχολικό και εγώ νιώθω αποτελεσματική και νικήτρια, σαν να βγήκα πρώτη σε κατοστάρι στους Ολυμπιακούς. Γυρίζω σπίτι και ξυπνάω την άλλη μου κόρη για τον παιδικό. Γκρίνια, νάζια, παρακάλια.. Τελικά ξυπνάει, πίνει το ζεστό γάλα, με το πλαστικό καλαμάκι, αύριο που θα ‘χω χρόνο, γιατί θα έχω ξυπνήσει νωρίτερα, δε θα της δώσω έτσι το γάλα. Την ντύνω ενώ εκείνη ρουφάει νυσταλέα το υγρό.
Και τότε θυμάμαι πως έχουν γιορτή στο σχολείο της, πως πρέπει να την ντύσω με μπλε στολή και άσπρο καλσόν, δεν έχω πλύνει το άσπρο καλσόν, θεέ μου, πού είναι το άσπρο καλσόν; Την αφήνω ετοιμόρροπη, εκείνη ξαναμπαίνει στο κρεβάτι, τρέχω στο μπάνιο, ψάχνω τα άπλυτα, βρίσκω το άσπρο καλσόν, το πλένω στον νιπτήρα, βγάζω το πιστολάκι και το στεγνώνω, με το σάλιο μου να στεγνώνει κι αυτό από την αγωνία. Πίσω στο κρεβάτι, την ξεντύνω και την ξαναντύνω με τη στολή και το νωπό ακόμη καλσόν, ενώ αυτή λαγοκοιμάται και χαίρομαι που η μεταφορά της προς τον παιδικό δεν είναι δική μου υποχρέωση, είναι του Γιώργου, που θα ξυπνήσει και θα την πάει ως εκεί, ευτυχώς, ευτυχώς που η μεταφορά της είναι υποχρέωση του Γιώργου. Αλλά, μέσα σε θολούρα, θυμάμαι πως ο Γιώργος δεν είναι εδώ, χα, ναι, δεν είναι εδώ, είναι σε επαγγελματικό ταξίδι, πως δεν θυμήθηκα πως κοιμήθηκα μόνη στο διπλό χθες;; Οπότε φορτώνω την μικρή στον ώμο, κατεβαίνω λαχανιασμένα στο αυτοκίνητο, προλαβαίνω στο τσακ το δεύτερο σχολικό, παίρνω δηλαδή δεύτερο μετάλλιο στο κατοστάρι.
Γυρίζω σπίτι, είμαι ήδη κουρασμένη, είμαι ήδη πτώμα, και καθώς βάφομαι για τη δουλειά, βρίσκω μία νέα ρυτίδα στο μέτωπο. Πρέπει να μην αγχώνομαι, να τρώω σωστά, να πίνω πολύ νερό, να τρώω καλό πρωινό, τώρα δεν έχω χρόνο, αύριο που θα ξυπνήσω νωρίς, θα φάω και πρωινό, γιατί αύριο θα ξυπνήσω πιο νωρίς, το υπόσχομαι, το υπόσχομαι πως θα ξυπνήσω πιο νωρίς, γιατί σήμερα το βράδυ- ο κόσμος να καίγεται- θα κοιμηθώ πιο νωρίς, θα κοιμηθώ από τις δέκα, το υπόσχομαι.
Μήπως να μην πάω στη δουλειά για να κοιμηθώ από τώρα, θέλω τόσο να κοιμηθώ, είμαι ήδη πτώμα, μήπως να τους τηλεφωνήσω να τους πω πως έχω την υπερκόπωση μιας μαμάς, πως είμαι ήδη πτώμα, είμαι ήδη κουρασμένη κι ας είναι μόλις εννιά το πρωί, είμαι ήδη ένα ζωντανό πτώμα, ίσως, αν το πω, να με καταλάβουν…
Το τελευταίο βιβλίο της Γιώτας Στεφάνου, “Το ζευγάρι απέναντι, δεν καυγαδίζει πια”, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κέδρος