Καλοκαιρινό βραδάκι του 1983. Τέλη Αυγούστου με αφόρητη ζέστη.
Μόλις είχα γυρίσει, ύστερα από δέκα μέρες, από το Ελσίνκι, δέκα το βράδυ, από το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Στίβου, κουρασμένος αλλά γεμάτος. Μου άρεσε πολύ η δουλειά μου, δεν το συζητώ. Αλλά ήταν σκληρή. Κι απαιτητική. Για μιαν ακόμη φορά δεν είχα δει, δεν είχα επισκεφτεί, σχεδόν, τίποτα στην πόλη. Μόνο το στάδιο, εστιατόρια και το ξενοδοχείο. Για δουλειά πήγαινα. Όχι για τουρισμό. Με ποιο κόστος όμως;
Υποσχέθηκα πάντως στον εαυτό μου ότι την επόμενη φορά … την επόμενη φορά…
Με υποδέχτηκαν στο αεροδρόμιο, όπως πάντα, σε κάθε ταξίδι, η γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Η κόρη μου ήταν 9 χρονών και ο γιος μου 4 και τους άρεσε πολύ να περιμένουν έξω από τις πόρτες των αφίξεων που ανοιγόκλειναν. Κάθε φορά, σε κάθε ταξίδι, τους άκουγα να φωνάζουν «Νάτος τον είδα, τον είδα!»
Είχα πυρετό 38,7 και το πόδι μου ήταν «τούμπανο» από ένα φοβερό οίδημα που με υποχρέωνε να κουτσαίνω. Αιτία; Μια τρομερή λοίμωξη από αναερόβιο μικρόβιο που είχα «αρπάξει» στη …. σάουνα του ξενοδοχείου και το πολεμούσα με ισχυρότατη αντιβίωση. Γυρίσαμε στο σπίτι και τα παιδιά, αφού τους έδωσα τα… δώρα τους από τη Φινλανδία, πήγαν αμέσως για ύπνο. Ήταν ήδη μετά τις 11 κι ο γιος μου, από τη νύστα, καλά-καλά δεν μπόρεσε να τα δει.
Καθίσαμε στην αυλή με τη γυναίκα μου για να της διηγηθώ τα … καθέκαστα της τελευταίας μου ταξιδιωτικής – για επαγγελματικούς λόγους – περιπέτειάς μου, αλλά και τις λεπτομέρειες της φαρμακευτικής αγωγής.
Μετά από λίγα λεπτά άκουσα κάποιο θόρυβο και πήγα στο δωμάτιο των παιδιών για να δω τι ήταν. Ο μικρός άνοιξε τα μάτια του, με κοίταξε και μου είπε μέσα στον ύπνο του: «Α, ο μπαμπάς. Ήρθες ή φεύγεις;» Βγήκα έξω σοκαρισμένος, σχεδόν δακρυσμένος, συνειδητοποιώντας για πρώτη φορά ότι τα παιδιά μου μεγάλωναν – ιδίως η κόρη μου – κι εγώ τα παρακολουθούσα από απόσταση. Έλειπα.
«Μα, δεν το’χεις καταλάβει ότι τα παιδιά δεν σε βλέπουν καθόλου; Σχεδόν δεν σε ξέρουν. Έλειπες στα γενέθλια του. Και η κόρη σου όλο ρωτάει: Ο μπαμπάς; Πότε θα’ρθει ο μπαμπάς;» μου είπε η γυναίκα μου χαϊδεύοντάς μου το χέρι. Με αγάπη και κατανόηση. Πόση της είχε απομείνει άραγε;
Χρειάζονται τα λόγια ενός παιδιού για να μας ταρακουνήσουν και να καταλάβουμε ότι κάτι κάνουμε λάθος; Δεν βλέπουμε τη ζωή μας;
Αυτό δεν έπρεπε να συνεχιστεί, σκέφτηκα δίνοντας άλλη μια υπόσχεση στον εαυτό μου. Δύο την ίδια ημέρα; Την επόμενη εβδομάδα ήταν προγραμματισμένο να πάω στην Καζαμπλάνκα. Θα πήγαινα, θα έβλεπα και την πόλη λίγο και μετά… μετά θα γνώριζα τα παιδιά μου.
Η κόρη μου ήθελε να πάει στον Πανελλήνιο φέτος, στο κολυμβητήριο κι ο γιος μου είχε ζητήσει στα πέντε του να του πάρουμε για δώρο ένα ποδήλατο κι εγώ… Εγώ θα’πρεπε να είμαι εκεί.
Όχι, δεν θα ‘πρεπε. Ήθελα να είμαι εκεί.
Είχε δίκιο η γυναίκα μου. Τα παιδιά μου δεν με ήξεραν. Με έβλεπαν μια, δεν μ’ έβλεπαν δέκα. Η δουλειά. Είχε γίνει αφέντης. Πόσο εύκολο θα ήταν να το αλλάξω; Αρκεί άραγε μια υπόσχεση στον εαυτό μας;
Αρκεί. Αλλά δεν είναι κάτι που γίνεται μονομιάς.
Σιγά-σιγά, λίγο – λίγο βρήκα χρόνο. Το 1984 ήταν Ολυμπιακή χρονιά με πολλές μεγάλες διοργανώσεις στίβου. Και φυσικά είχα και το γραφείο μου, τις ατέλειωτες συσκέψεις, τις εκπομπές, την εφημερίδα…
Τα κατάφερα όμως. Και την επόμενη χρονιά τα κατάφερα ακόμα καλύτερα και τότε συνειδητοποίησα ότι είχα ανακαλύψει τον κόσμο ολόκληρο. Και τα παιδιά μου απέκτησαν μπαμπά. Και η γυναίκα μου άντρα. Κι όσες δουλειές κι αν είχα, (εκείνη την εποχή είχα ραδιόφωνο 6 με 10 το πρωί, στήναμε την εφημερίδα «24 Ώρες» αλλά και τα «Κυριακάτικα» στην ΕΡΤ με την Έλενα Ακρίτα), ο γιος μου έμαθε άριστα ποδήλατο κι αρχίσαμε κάθε Σάββατο να πηγαίνουμε οι δυο μας για μπόουλινγκ. Και δεν έχασα ούτε έναν κολυμβητικό αγώνα της κόρης μου.
Εικοσιπέντε χρόνια μετά, μου λείπουν πάλι τα παιδιά μου.
Τώρα ζουν τις δικές τους ζωές, στα σπίτια τους. Με τις δουλειές και τις υποχρεώσεις τους τα βλέπω σπάνια, αλλά τι να πω; Αυτά κάνουν πολύ περισσότερες και μεγαλύτερες υποχωρήσεις για να μας βλέπουν και για να μη μας λείπουν. Και το καταφέρνουν. Και τους ευχαριστώ. De profundis. Παίρνω περισσότερα απ΄όσα έδωσα επί πολλά χρόνια.
Κι εσύ που με διαβάζεις και «βλέπεις» μέσα απ΄τις γραμμές ένα κομμάτι του εαυτού σου, της ζωής σου, πρόσεξε καλά: Μην κάνεις το ίδιο λάθος μ’εμένα. Άλλαξε τη ζωή σου σήμερα, τώρα. Και χάρισε στα παιδιά σου το μόνο πράγμα που θέλουν και δικαιούνται: χρόνο!
Γράφει ο Δημήτρης Κωνσταντάρας
Διαβάστε επίσης:
Μια μαμά και μία κόρη και πολλές άλλες ακόμα
56 ατελείωτες μέρες στη θερμοκοιτίδα – διηγείται η Μυρτώ Κάζη