Ήταν άλλο ένα βράδυ που δεν είχα ύπνο. Ανησυχούσα πολύ, για σένα, για μένα, γι’αυτό που είχα αποφασίσει. Ήρθα να χαϊδέψω το προσωπάκι σου. Κοιμόσουν ανέμελα κι ονειρευόσουν. Άραγε είχα το δικαίωμα να ταράξω την ηρεμία σου;
Ήθελα να πάρω λίγο αέρα. Βγήκα στο μπαλκόνι, ήταν ακόμα σκοτεινά. Μόνη, εγώ κι οι σκέψεις μου, οι φόβοι μου κι οι ενοχές. Επικίνδυνος συνδυασμός! «Το’χεις σκεφτεί;», «Γιατί να χωρίσεις;». «Είναι καλό παιδί. Γιατί να του στερήσεις το παιδί του;»,
«Δεν χωρίζουν για ψύλλου πήδημα».
«Το παιδί σου σκέψου, μόνο αυτό σου λέω!».
Κι εσύ να σηκώνεις το βάρος μιας απόφασης, μιας επιλογής που ήταν μονόδρομος στο αδιέξοδο που είχε δημιουργηθεί…
Φταίγαμε κι οι δυο, μα κάποιος έπρεπε να φανεί πιο δυνατός να πάρει την απόφαση, να κάνει το πρώτο βήμα. Και ναι, το είχα σκεφτεί τόσες πολλές φορές που θα καιγόταν ο εγκέφαλός μου αν έκανα την ίδια σκέψη άλλη μια φορά. Καλό παιδί ήταν, μα ήταν παιδί κι εγώ δεν μπορούσα να στηριχτώ πάνω του. Μόνο στήριζα κι είχα αρχίσει να κουράζομαι. Όχι δεν χωρίζουν για ψύλλου πήδημα, μα όταν χάνεις την ταυτότητά σου, όταν πνίγεις τα θέλω σου, όταν χάνεσαι μες τη σιωπή κι ο άλλος απλά δεν θέλει να χάσει τη βολή του, για ποιο λόγο να παλέψεις;
«Για το παιδί», σου λέει ο άλλος.
Και τι ακριβώς είναι το παιδί; Ένα άβουλο πλάσμα που δεν καταλαβαίνει;
Μια ψυχή που δεν ψυχανεμίζεται την ψυχρότητα, την απάθεια, τη σιωπή, τις εφήμερες λύσεις πριν την επιστροφή στη βάση; Θαρρείς δεν καταλαβαίνει πως πνίγεσαι; Δεν είναι υποχρεωτικό να υπάρχουν φωνές, καβγάδες ή ο,τιδήποτε άλλο. Ακόμα και μια πολιτισμένη ησυχία να υπάρχει – οι κεραίες του παιδιού θα πιάσουν πως κάτι δεν πάει καλά.
Εκείνο το ξημέρωμα, με το πρώτο φως του ήλιου, η απόφασή μου είχε πια παγιωθεί. Δεν υπήρχε περιθώριο για πισωγυρίσματα. Στα αυτιά μου ερχόταν η φράση της θεραπεύτριάς μου:
«Αν δεν είσαι εσύ καλά, δε θα είναι ούτε το παιδί σου».
Κι η αλήθεια ήταν πως εγώ σε αυτόν τον γάμο δεν ήμουν καλά, με ίσο μερίδιο ευθύνης. Έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου και πήγα να την ξυπνήσω. Για τις δυο μας ξημέρωνε μια νέα μέρα, διαφορετική, αληθινή… Στα πέντε χρόνια που έχουν μεσολαβήσει, υπήρξαν στιγμές αδυναμίας που αμφισβήτησα τον εαυτό μου και την απόφασή μου.
Δεν ήταν εύκολο. Ήταν, όμως, λυτρωτικό.
Τώρα πια ξέρω, πως όταν κάτι σε ενοχλεί, σε στεναχωρεί, σε δυσκολεύει, δεν το απορρίπτεις – όχι. Το παλεύεις. Μα αν δεν σου βγει, οφείλεις στον εαυτό σου πρώτα και στο παιδί ή στα παιδιά σου, τη λύση, το δώρο της αλήθειας, της αγάπης και του σεβασμού. Αν σέβεσαι τον εαυτό σου δεν θα παραμείνεις σε έναν βαλτωμένο γάμο, μόνο και μόνο για το καλό των παιδιών. Κοροϊδεύεις κι εκείνα, μα προπάντων κοροϊδεύεις εσένα.
Για το παιδί να παλέψεις, να κάνεις πίσω, να προσπαθήσεις, να δώσεις μια δεύτερη ευκαιρία.
Όχι! Σταράτα, νέτα σκέτα.
Αν αποφασίσεις να παλέψεις, θα το κάνεις για σένα και για εκείνον. Γι’αυτό που σας έφερε κοντά και σας ένωσε, ό,τι κι αν ήταν.
Αν το κάνεις μόνο για το παιδί, η αποτυχία είναι δεδομένη.
Άσε που θα του κρεμάσεις το φορτίο της θυσίας σου με διπλή αλυσίδα χοντρή στο λαιμό, να το κουβαλάει για το υπόλοιπο της ζωής του και να το αναπαράγει πιστά όταν η ζωή τον/την καλέσει να παίξει τον ίδιο ρόλο.
Κοιτώντας μας, νιώθω πως η κόρη μου κι εγώ, έχουμε διανύσει ένα δύσκολο δρόμο, που στην εφηβεία, ίσως, δυσκολέψει περισσότερο, όμως, έχει γερές βάσεις, γιατί στηρίζεται στην αλήθεια.
Στην αλήθεια που οφείλουμε όλοι οι γονείς στα παιδιά μας…
Γράφει η Χαρά Μαρκατζίνου
Διαβάστε επίσης:
Οχτάχρονη μαθήτρια ζωγραφίζει την Ευρώπη που ονειρεύεται και διακρίνεται σε Πανελλήνιο Διαγωνισμό