Βρίσκομαι σε εστιατόριο, παραθαλάσσιο, με το κύμα να μου γαργαλάει τα πόδια, τα παιδιά να παίζουν με τα χαλίκια. Κι απολαμβάνω μια μέρα στον ήλιο, προσπαθώντας να αποσυμπιεστώ από τα δεινά μιας δύσκολης εβδομάδας.
Στο διπλανό τραπέζι κάθεται μια οικογένεια σαν όλες τις άλλες. Η μητέρα, ο πατέρας κι ένα 8χρονο αγόρι, όπως το μέτρησα με την πρώτη ματιά. Ο μικρός έχει πάρει το κινητό του και χαζεύει σκορπώντας στον αέρα ένα τεράστιο “βαριέμαι”.
Ο σερβιτόρος καταφθάνει για να πάρει παραγγελία. Οι γονείς λένε, παραγγέλνουν κι ο μικρός αφήνει το κινητό για λίγο για να εκφράσει αυτό που προστάζει το στομάχι του. Δεν προλαβαίνει να ψελλίσει δυο κουβέντες κι η μαμά του, του κάνει ένα στοπ σαν τροχονόμος με την παλάμη προτεταμένη μπροστά στο πρόσωπό του και λέει: Κι ένα μπιφτέκι με πατάτες τηγανητές για τον μικρό.
Ο “μικρός” – που δεν είναι καθόλου μικρός – μαζεύεται, θαμπώνει και βυθίζεται και πάλι στο κινητό του. Ο σερβιτόρος έρχεται και πάλι φέρνοντας τα πιάτα. Το αγόρι αφήνει για μια ακόμα φορά το κινητό και πιάνει τα μαχαιροπήρουνα του για να φάει. Η μάνα του, αρπάζει μια χαρτοπετσέτα από το τραπέζι και του την χώνει σαν μπαβέτα στο λαιμό για να μην λερωθεί. Το παιδί δέχεται παθητικά την πετσέτα σαν κολάρο γύρω από το λαιμό του, αμίλητο, σωστό υποχείριο. Εκείνη, αφού την στερεώνει καλά, επιστρέφει στο πιάτο της.
Παρατηρώ, με έκπληκτο βλέμμα, το παιδί και περιμένω με αγωνία να τινάξει από πάνω του αυτή την ρεζιλευτική πετσέτα. Να της αντιμιλήσει. Να δημιουργήσει σκηνή. Το παιδί δεν κάνει τίποτα απ’ όλα αυτά. Υπομένει την αυταρχικότητά της, τον δημόσιο εξευτελισμό στον οποίο τον έχει υποβάλλει. Στο κάτω-κάτω, μπορεί να είναι εκνευριστική, αλλά: Εκείνη ξέρει καλύτερα. Είναι η μάνα του. Καμία δεν θα τον αγαπήσει, δεν θα τον φροντίσει και θα τον κανακέψει όπως αυτή, οπότε θα δεχτεί και τα αρνητικά της, ακόμα κι αν σε αυτά συγκαταλέγεται να τον κάνει και λίγο σκουπίδι. Λίγο όμως.
Παρατηρώντας όλο αυτό το σκηνικό, μου έχει κυριολεκτικά κοπεί η όρεξη. Θέλω να σηκωθώ από το τραπέζι μου να πιάσω αυτό το αγόρι από τους ώμους, να το ταρακουνήσω και να του πω: Σύνελθε. Πάρε λίγο την ευθύνη του εαυτού σου. Δείξε με μία κίνηση ότι δεν το ανέχεσαι αυτό. Όμως αυτή είναι η λάθος σκέψη.
Το βάρος ευθύνης έχει αυτή η μάνα, που ταπεινώνει τον γιο της. Που τον θεωρεί κτήμα της και που δεν σέβεται στο ελάχιστο την προσωπικότητά του. Δεν μπορώ να ξέρω τα βιώματα που μπορεί να κουβαλάει μέσα της αυτή η γυναίκα. Πώς έχει μεγαλώσει και ποιες θεωρίες έχουν φυτευτεί στο κεφάλι της. Όμως η συμπεριφορά της απέναντί στο παιδί αυτό είναι καταστροφική και δεν χρειάζεται μυαλό ούτε καν το κληρονομικό χάρισμα για να προβλέψεις το μέλλον του.
Το συγκεκριμένο σκηνικό με έριξε, γιατί σκέφτηκα ότι αυτή η μητέρα δίπλα μου, που ακυρώνει το παιδί της μπροστά στα μάτια μου δεν είναι η μόνη.
Εκεί έξω κυκλοφορούν στρατιές από αγορομάνες που κάνουν “τέρατα”.
Που τους διαλέγουν τα ρούχα σε δοκιμαστήρια. Που τους σκουπίζουν το στόμα μόλις φάνε. Που τους αποκαλούν “άντρες της ζωής τους”. Που γκρεμίζουν τον σύζυγό τους από τον βάθρο του, ακυρώνοντας στα μάτια του παιδιού το μοναδικό αντρικό πρότυπο που ίσως έσωζε την κατάσταση. Αν είχε κι αυτό το σθένος.
Κυρίες μου, αν διαβάζετε, μην πανηγυρίζετε αν ο 8χρονος γιος σας δεν τρώει τίποτα άλλο εκτός από τα γιουβαρλάκια σας. Αν σας ρωτάει πριν αναπνεύσει. Αν σας φωνάζει για να τον ντύσετε. Δημιουργείτε έναν άντρα που θα αναζητά τη “μανούλα” σε κάθε γυναίκα που θα συναντά. Και δεν ξέρω αν θα υπάρχουν πολλές διαθέσιμες να αντέξουν έναν τέτοιο “άντρα”. Κι αν υπάρχουν, κάτι δεν θα πηγαίνει καλά με αυτές.
Αφήστε τα παιδιά σας να αναλάβουν την ευθύνη του εαυτού τους. Να ανοίξουν τα φτερά τους και να πετάξουν και “διώξτε” τα από την αγκαλιά σας. Και τότε θα έχετε δημιουργήσει έναν ώριμο και ισορροπημένο ενήλικα που η αγκαλιά του θα χωράει μέσα της εσάς και τις όποιες άλλες γυναίκες της ζωής του. Αλλά από το άλλο χέρι.