Αφού τίναξε τα μαλλιά της με σκέρτσο, πέταξε το αμίμητο «εσείς, με τί ασχολείστε;», που ήρθε ως απάντηση στην ερώτησή μου για τα ετήσια δίδακτρα του βασικού προγράμματος.
Ένα πράγμα έχω σαν αρχή, μολονότι κάποιες – έστω λίγες – φορές οδηγήθηκα σε λανθασμένες αποφάσεις: να αναζητώ μια λεπτομέρεια ικανή να με οδηγήσει σε σημαντικά συμπεράσματα για τη γενικότερη εικόνα. Προφανώς η «σύμβουλος εκπαίδευσης» είχε σκοπό να προετοιμάσει τη διαπραγμάτευσή της, βασιζόμενη στο επάγγελμά μου, και κατά συνέπεια, στο εισόδημά μου. Κάπου εκεί το σχολείο που εκπροσωπούσε διεγράφη από τη λίστα. Ένα μεγάλο ιδιωτικό, με καλή φήμη.
Σε ένα μικρότερο, τύπου boutique συνοικιακό, ο διευθυντής-ιδιοκτήτης μακρυγορούσε όλο περηφάνια για το καινοτόμο σκανδιναβικό μοντέλο που εφάρμοζε σε όλες τις βαθμίδες. Το σύστημα αυτό βασιζόταν στη μηδενική ανάθεση εργασιών στο σπίτι και ουσιαστικά στην κατάργηση της μελέτης. «Μα πώς θα δώσουν εισαγωγικές εξετάσεις, όταν δεν έχουν μάθει να μελετούν;», ρώτησε πολύ εύστοχα η σύζυγός μου. «Ευελπιστώ πως μέχρι να φτάσει ο γιος σας στο Λύκειο, μαντάμ, θα έχει αλλάξει το σύστημα και θα έχουμε υιοθετήσει ως Κράτος το σκανδιναβικό μοντέλο». Πάει κι αυτός. Με συνοπτικές διαδικασίες.
Σε ένα άλλο, η διευθύντρια πάσχιζε να μας «κλείσει» κι έτρεμε από το άγχος. Σε μια ύστατη προσπάθεια να πάρει καπάρο, μας οδήγησε σε μια τάξη, την ώρα του μαθήματος, και ζήτησε από την καλύτερη μαθήτρια να μας κάνει επίδειξη στον διαδραστικό πίνακα. Αισθανθήκαμε όλοι άβολα. Εμείς, η δασκάλα της τάξης, τα παιδιά και κυρίως το κακόμοιρο το κοριτσάκι, που κοιτούσε μία τη διευθύντρια και μία εμάς, σαν να περνούσε από ιερά εξέταση. Το σκηνικό με χάλασε πολύ και με ένα ξερό «δεν είναι απαραίτητο», οδήγησα τη σύζυγό μου εκτός αίθουσας. Και εκτός σχολείου.
Την Άνοιξη πριν πάει ο μεγάλος στην Α’ Δημοτικού επισκεφθήκαμε συνολικά 16 ιδιωτικά σχολεία, αφού πρώτα θέσαμε ένα ταβάνι στο ύψος των διδάκτρων και εξασφαλίσαμε το σχετικό κονδύλι μέσα από τον οικογενειακό προϋπολογισμό. Κατά τη διάρκεια των συναντήσεων που κάναμε αυτό που μας χάλασε περισσότερο ήταν η πρόδηλη προσπάθεια των εκπροσώπων των σχολείων να «κλείσουν το ντηλ», μας έβλεπαν αποκλειστικά και μόνο ως εν δυνάμει τζίρο για την επιχείρησή τους. Επρόκειτο καταφανέστατα για εμπορική συναλλαγή, με καταναλωτικό αγαθό την Παιδεία.
Απογοητευμένοι, είπαμε να δούμε και το τοπικό δημόσιο. Μετά την οριστική απομάκρυνση του Γυμνασίου με το οποίο συστεγαζόταν για πολλά χρόνια, το σχολείο αυτό απέκτησε άφθονο χώρο. Σε συνδυασμό με τον πολύ δραστήριο Σύλλογο Γονέων, τις καλές υποδομές και τους ικανότατους εκπαιδευτικούς που διαθέτει, έμοιαζε ως εξαιρετική επιλογή. Γνωρίσαμε τον διευθυντή, επικοινωνήσαμε με τον πρόεδρο του Συλλόγου, μιλήσαμε και με γονείς και νιώσαμε από κοινού ότι το δημόσιο αυτό σχολείο μας κάλυπτε σχεδόν απόλυτα.
Ένα μεσημέρι που είχαμε μισή ώρα για σκότωμα, είπαμε να πάμε μέχρι το σχολείο και να πάρουμε γεύση από προαύλιο, να δούμε πώς παίζουν τα παιδιά. Παρκάραμε ακριβώς μπροστά από τις 2 αίθουσες της Πρώτης και για καλή μας τύχη, με το που έσβησα τη μηχανή, χτύπησε το κουδούνι για διάλειμμα. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα οι πόρτες άνοιξαν, σχεδόν ταυτόχρονα, και τα πρωτάκια ξεχύθηκαν με αλαλαγμούς στο προαύλιο. Ήμαστε ευχαριστημένοι από την επιλογή μας. Χαζέψαμε τα πιτσιρίκια για μερικά λεπτά και λίγο πριν φύγουμε, είδαμε το εξής: 3 αγόρια έπαιζαν πολύ ζωηρά μπροστά από την πόρτα της τάξης, με τη δασκάλα να βρίσκεται μέσα, αλλά να μην φαίνεται. Οι 2 έπιασαν τον τρίτο από τα χέρια και με δύναμη τον πέταξαν πάνω στην πόρτα, με αποτέλεσμα ο μικρός να χτυπήσει στο πρόσωπο. Ο επιτηρητής άκουσε τα κλάματα, πλησίασε τον κατακόκκινο από τον κλάμα και τον πόνο μικρό – οι 2 θύτες είχαν εξαφανιστεί – και από την απόσταση που ήμαστε φάνηκε ολοκάθαρα ότι τον μάλωνε! Έκλεισε την πόρτα με νεύρα και απομακρύνθηκε. Δυο κοριτσάκια μάζεψαν τον μικρό και τον βοήθησαν να συνέλθει, ξεπλένοντάς τον στις βρύσες. Η δασκάλα δεν εμφανίστηκε ποτέ.
Πέρα από την απαράδεκτη συμπεριφορά του επιτηρητή και την καταφανέστατη αδικία σε βάρος του μικρού, αυτό που μας θορύβησε περισσότερο ήταν το γεγονός ότι οι γονείς του δεν θα μάθαιναν ποτέ το συμβάν. Κανείς και για κανέναν λόγο δεν υπήρχε περίπτωση να σηκώσει το τηλέφωνο και να τους ενημερώσει. Μπορεί να ήταν η κακή στιγμή, μια σύμπτωση ή ολιγωρία, αλλά για μένα ήταν η λεπτομέρεια που έψαχνα. Μερικές μέρες μετά, έγραψα τον γιο μου σε ένα συνοικιακό ιδιωτικό, μαζεμένο και κάπως μετριοπαθές, και πληρώνω αδρά για τα δεδομένα της εποχής, προκειμένου να εξασφαλίσω αυτό το τηλεφώνημα.
Διαβάστε επίσης:
56 ατελείωτες μέρες στη θερμοκοιτίδα – διηγείται η Μυρτώ Κάζη
Πότε μίλησε, πότε περπάτησε το παιδί σου – και πόσο δεν με νοιάζει