Μία μέρα στο σχολείο ο δάσκαλος μας έβαλε να γράψουμε έκθεση. Θέμα: Παρουσιάστε την οικογένειά σας. Το φοβόμουνα ότι θα γινόταν αυτό. Δεν ήθελα να γράψω την έκθεση. Δεν ήθελα γιατί η δική μου δε θα άρχιζε με την ίδια πρόταση που θα άρχιζαν όλες οι άλλες: Τη μαμά μου τη λένε τάδε και τον μπαμπά μου τον λένε κάπως. Δεν έχω μπαμπά. Βασικά όχι δεν έχει πεθάνει. Ο λόγος είναι ότι έχω δυο μαμάδες.
Ναι ακριβώς δυο μαμάδες.
Η μαμά μου η Ειρήνη αγάπησε τη μαμά μου τη Σοφία και έτσι εν μέσω ειρήνης και σοφίας ήρθα στον κόσμο εγώ. Ο λόγος που φοβόμουν να γράψω την έκθεση ήταν ότι όλα τα παιδιά θα μάθαιναν ότι δεν έχω μπαμπά. Όταν κάτι είναι διαφορετικό τα άλλα παιδιά δε το πολυσυμπαθούν. Το κοροϊδεύουν, μάλιστα, καμιά φορά. Όπως τη συμμαθήτριά μου τη Βασιλική που είναι χοντρούλα και φοράει γυαλιά. Εγώ τη συμπαθώ. Μυρίζει ωραία και έχει ωραία δόντια. Και μου δίνει και σοκολάτες καμιά φορά.
Τέλος πάντων, σας έλεγα για την έκθεση. Όταν γύρισα σπίτι εκείνη τη μέρα ήμουν, όπως λέει η μαμά Ειρήνη, κατσούφα. Δε ξέρω ακριβώς τι θα πει, αλλά μάλλον θα πει: δεν έχεις όρεξη να παίξεις ούτε με το γάτο. Ναι, κάπως έτσι. Η μαμά Ειρήνη με ρώτησε και της είπα ότι θα έπρεπε να γράψω αυτή την έκθεση και ότι φοβόμουν. Με αγκάλιασε και μου είπε:
Είναι λοιπόν ευκαιρία να δείξεις σε όλους πώς είναι πραγματικά να έχεις δυο μαμάδες.
Έτσι, όταν ακούσουν την ιστορία σου θα δουν ότι δεν είσαι διαφορετική. Είσαι απλά η Ιζαμπέλα.
Την πίστεψα δε την πίστεψα τη μαμά Ειρήνη δεν ξέρω, άρχισα πάντως να γράφω την έκθεση. Μου πήρε περίπου 2 ώρες να την τελειώσω γιατί έγραψα πολλά στην αρχή και μετά έσβηνα ή άλλαζα τις λέξεις. Δύσκολο πράγμα να γράφεις για σένα.
Την άλλη μέρα ο δάσκαλος πήρε τις εκθέσεις για να τις διαβάσει.
Μας είπε ότι η καλύτερη θα μοιραστεί σε όλα τα παιδιά. Ελπίζω η δική μου να είναι η χειρότερη. Το απόγευμα στο σπίτι όλα ήταν φυσιολογικά. Με τη μαμά Ειρήνη φτιάξαμε κέικ σοκολάτα (το αγαπημένο μου) και με τη μαμά Σοφία παίξαμε λέγκο. Όταν κάποτε της είπα ότι τα λέγκο είναι για αγόρια, μου απάντησε:
Ιζαμπέλα, δεν υπάρχει τίποτα που δε μπορεί να κάνει ένα κορίτσι. Μην αφήσεις κανέναν να σου πει ότι δεν μπορείς να κάνεις κάτι. Να προσπαθείς πάντα, και αν δεν τα καταφέρεις δεν πειράζει. Αλλά πάντα να δοκιμάζεις, γιατί σίγουρα θα βρεις πολλά πράγματα που θα σου αρέσουν.
Και ναι, μου άρεσαν τα λέγκο. Μου άρεσαν τα χρώματα, και η διαδικασία να τα βάζω το ένα μαζί με το άλλο. Και στο τέλος πάντα έβγαινε κάτι όμορφο.
Το επόμενο πρωί, φόρεσα γυαλιά ηλίου για να περνάω απαρατήρητη. Ήταν η μέρα που ο δάσκαλος θα μας έλεγε για τις εκθέσεις.
– Λοιπόν παιδιά όλοι γράψατε υπέροχες εκθέσεις. Η καλύτερη έκθεση είναι της (σκεφτόμουν από μέσα μου, ας μην πει εμένα, ας μην πει εμένα)…
– Η καλύτερη έκθεση είναι της Ιζαμπέλας. (Ωχ όχι, πού να κρυφτώ;)
Και ο δάσκαλος συνέχισε:
Έβγαλα φωτοτυπίες και θα σας τις μοιράσω. Θέλω επίσης να δείξετε την έκθεση αυτή στους γονείς σας. Θα μάθουν πολλά από αυτή την πολύ όμορφη έκθεση της Ιζαμπέλας για την καταπληκτική οικογένειά της. Ξέρω ότι έχετε περιέργεια να τη διαβάσετε, γι’ αυτό θα σας παρουσιάσω εγώ μερικά αποσπάσματα.
“Έχω δυο μαμάδες. Ναι δύο.
Είμαι πολύ τυχερή γιατί τα άλλα παιδιά έχουν μόνο μία ή καμία.
Έχω τη μαμά Ειρήνη και τη μαμά Σοφία.
Με αγαπούν και με φροντίζουν και δεν τσακώνονται ποτέ. Φυσικά έχουν διαφωνίες, στη μαμά Ειρήνη αρέσει το λεμόνι στη σαλάτα και στη μαμά Σοφία το ξύδι, αλλά ποτέ δε τσακώνονται γι’ αυτό.
Όταν είχα πάει στο πάρτι μιας φίλης μου, είδα τη μαμά της να κάνει όλες τις δουλειές. Εκείνη έστρωνε το τραπέζι, εκείνη μας σέρβιρε το φαγητό, εκείνη μας έβαλε μουσική να χορέψουμε, εκείνη έπλενε τα πιάτα.
Ο μπαμπάς της δεν έκανε τίποτα…
Μου έκανε εντύπωση γιατί στο δικό μας σπίτι όλοι μοιραζόμαστε τις δουλειές. Όταν η μαμά Ειρήνη είναι πολύ κουρασμένη κάνει κάποιες δικές της δουλειές η μαμά Σοφία και το αντίστροφο.
Τις νύχτες πριν πέσουμε για ύπνο, μου διαβάζουν παραμύθι, η μαμά Ειρήνη το ένα βράδυ και η μαμά Σοφία το άλλο. Μου αρέσει αυτό γιατί δεν είναι βαρετό.
Όταν αρρωσταίνω είναι πάντα δίπλα μου και οι δύο. Η μία μου κάνει παρέα και ή άλλη μου φτιάχνει νόστιμα φαγητά.
Όταν είμαι στεναχωρημένη, και οι δύο μου λένε να χαμογελάω γιατί η ζωή είναι ωραία. Συζητάμε πολύ, και πάντα μου λένε ότι είναι φυσιολογικό να αισθανόμαστε καμιά φορά στεναχώρια, θυμό ή φόβο. Σημασία έχει λένε, να διαχειριζόμαστε αυτά που νιώθουμε. Αυτό δηλαδή σημαίνει ότι όταν είμαι στεναχωρημένη να κάνω κάτι που θα με κάνει χαρούμενη. Όταν λοιπόν δεν είμαι στα καλά μου, παίζω με το γάτο μας, φτιάχνω λέγκο και χορεύω.
Όταν μπορούμε φεύγουμε με το αυτοκίνητο εκδρομή. Μου αρέσουν πολύ οι εκδρομές γιατί γνωρίζω πολλά καινούρια πράγματα και μέρη, βγάζουμε φωτογραφίες, λέμε αστεία και τρώμε παγωτά. Έχω μία ωραία ζωή”.
Τώρα κατάλαβα γιατί του άρεσε του δασκάλου η έκθεση μου.
Γιατί είδε ότι το να μεγαλώνεις σε μία οικογένεια με δυο μαμάδες είναι όπως σαν να μεγαλώνεις σε μία οικογένεια με μία μαμά και έναν μπαμπά.
Και, μεταξύ μας, ίσως να είναι και λίγο καλύτερα.
Γράφει η Έλφη Κουφογιώργου