Προσωπικά, το παθαίνω συχνά. Να κάθομαι απέναντι από έναν πίνακα ζωγραφικής ή ένα έργο Τέχνης και να φαντάζομαι πώς θα ήταν η ζωή μου εκεί μέσα, ποιους θα συναντούσα, τι θα έβρισκα για παράδειγμα όταν θα τελείωνε πλέον ο δρόμος με τα φαντασμαγορικά δέντρα που έχει ζωγραφίσει ο Χόκνεϊ, ή ποιος έβαλε τα ηλιοτρόπια στο βάζο στον πίνακα του Βαν Γκογκ.
Δεν είχα αναρωτηθεί όμως τι μπορεί να σκέφτονται με τη σειρά τους όσοι βρίσκονται εκεί και κοιτάζουν εμάς, τους θεατές. Ήρθε λοιπόν η Σοφία Δάρτζαλη με τον υπέροχο Πέδρο της και τη χήνα του τη Ραφαέλα να φωτίσουν αυτή τη διάσταση και να φέρουν τον κόσμο της τέχνης λίγο πιο κοντά στα παιδιά, αλλά και σε εμάς.
Μιλήσαμε λοιπόν με τη συγγραφέα για το νέο της βιβλίο, «Μα πού πήγαν όλοι;» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε εικονογράφηση του Βασίλη Κουτσογιάννη, το οποίο έχει αρχίσει ήδη να εμπνέει τα παιδιά και να εξάπτει την περιέργεια τους για το χώρο της τέχνης και τον τρόπο που σκέφτονται και δημιουργούν οι καλλιτέχνες.
-Ποιος ήταν ο πρώτος πίνακας που στάθηκες μπροστά του και είπες «αχ, να έμπαινα εδώ μέσα;»
Με προβλημάτισες τώρα, γιατί σκεπτόμενη τον πίνακα που αναφέρεις, συνειδητοποίησα πως δεν φρόντισα να τον βάλω κι αυτόν στο βιβλίο!
Λοιπόν, το έργο που πρώτο με συνεπήρε και με «στροβίλισε» έτσι ώστε να επιθυμώ να μπω κι εγώ κάπου μέσα του ήταν του Marc Chagall, η «Promenade». Μια γυναίκα αιωρείται στα σύννεφα, ενώ ο καλός της, που πατά γερά στη γη, την κρατά από το χέρι. Τα χέρια τους είναι τόσο δεμένα, σαν ένα, δίνοντας στην αιωρούμενη γυναίκα ταυτόχρονα μια ώθηση προς τον ουρανό, αλλά και μια γλυκιά υπόσχεση μιας αισιόδοξης επαναφοράς στη γη. Γύρω της σύννεφα, λευκά και ονειροπόλα. Από κάτω της σπιτάκια, παραμυθένια, σαν παιχνίδια, στο χρώμα της χλόης και της αισιοδοξίας.
Αυτό νομίζω ήταν που με συνεπήρε στο έργο του Chagall. Η αισιοδοξία. Η δυνατότητα να ταξιδεύεις νοερά όπου θέλεις και να μπορείς να προσγειώνεσαι πάλι σε κάτι όμορφο, σαν αυτό που είχες ονειρευτεί.
Μια αφίσα του εν λόγω πίνακα, αγορασμένη το 1998, από την επίσκεψη στη Royal Academy of Arts στο Λονδίνο, που φιλοξενούσε τότε τα έργα του Chagall, βρίσκεται κορνιζαρισμένη έξω από την εξώπορτα του σπιτιού μου. Κάθε φορά που επιστρέφω θέλω να νιώθω την ελευθερία που μου χαρίζει αυτή η promenade.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
-Πότε πρωτοσκέφτηκες την ιδέα του βιβλίου;
Δεν ξέρω από πού να το πιάσω για να ξεκινήσω. Αγαπώ τα έργα τέχνης – όχι όλα, οκ. Μου αρέσει πολύ να τα παρατηρώ σε κάθε τοίχο που θα αντικρίσω. Και όχι απαραίτητα σε μουσεία και πινακοθήκες. Ακόμα και σε σπίτια ή αίθουσες αναμονής. Ήταν μάλιστα ένα μικρό παιχνίδι αντιβαρεμάρας, αν θες, όταν ήμουν μικρή. Δεν ήμουν και το πιο κοινωνικό παιδί, βλέπεις, και κάπως έπρεπε να περνάει κι εμένα η ώρα μου όταν πηγαίναμε σε φιλικά σπίτια. Έφτιαχνα, λοιπόν, μικρές ιστορίες με τα κάδρα που έβλεπα.
Τώρα, για την ιστορία του Πέδρο και πώς ξεκίνησε, θα σου πω πως σίγουρα έπαιξαν ρόλο η πανδημία και η περίοδος της καραντίνας. Μακριά από κάθε είδους τέχνη –θέατρα, σινεμά, μουσεία– είχα αρχίσει να πνίγομαι. Ίσως ήταν και ένα είδος παρηγοριάς, βέβαια, που ήθελα να προσφέρω στον εαυτό μου, σκεπτόμενη «αν εσύ πνίγεσαι χωρίς αυτά, σκέψου λίγο πώς νιώθουν εκείνα, μόνα τους…». Κι έτσι, ένα βράδυ με ησυχία ήρθε ο πιτσιρίκος του προπροπερασμένου αιώνα να μου πιάσει κουβέντα και να μου αφηγηθεί και τη δική του οπτική.
Γενικά μου αρέσει πολύ να «συνομιλώ» με όσα (ίσως) δεν έχουν φωνή, να ακούω και τη δική τους άποψη ή μάλλον να τη φαντάζομαι και κυρίως να προσπαθώ να βλέπω τα πράγματα και από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Και όχι, δεν νιώθω σαν τη Jean d’ Arc. (Κοίτα που μάθαμε τα emoji και δεν μπορούμε να βρούμε το σωστό σημείο στίξης να μας εκφράζει – εδώ, λοιπόν, μπαίνει αυτό με τα γουρλωτά μάτια και τη γλώσσα έξω, στραβά).
-Τι τύποι είναι ο Πέδρο και η Ραφαέλα; Πώς θα περιέγραφες τον χαρακτήρα τους;
Ο Πέδρο είναι ένας γλυκός πιτσιρίκος, που ζηλεύει λίγο τα άνετα ρούχα των παιδιών που τον επισκέπτονται. Έχει μάθει να είναι «καθώς πρέπει» χωρίς να τρελαίνεται γι’ αυτό τον καθωσπρεπισμό. Είναι λίγο άτυχος, γιατί ζει περιτριγυρισμένος από πανάρχαιους θείους και θείες, αριστοκράτες και αριστοκράτισσες με φουσκωτά φορέματα και περίτεχνες κομμώσεις, δεν έχει κανένα παιδί στην ηλικία του να πει μια κουβέντα. Νιώθει πως όλοι τον ελέγχουν και του επιβάλλουν την τάξη. Όμως εκείνος δεν αρκείται σε αυτό που του έχει δοθεί. Σκέφτεται, καταστρώνει σχέδια και θα τα καταφέρει να «αποδράσει» για λίγο, για όσο μπορέσει, από το αυστηρό του κάδρο. Θα περιηγηθεί στο υπόλοιπο μουσείο, θα κάνει έναν φίλο, θα συναντήσει νέες εμπειρίες. Ο Πέδρο είναι ο τύπος που θα σε κάνει να νιώθεις πως κάτι έχεις αφήσει πίσω στο τελευταίο μουσείο που επισκέφτηκες. Ο τύπος που ενδόμυχα ξέρεις πως θα σε περιμένει για μια επόμενη επίσκεψη.
Η Ραφαέλα είναι μια άτσαλη, άκακη χήνα που βρέθηκε μαζί με τον Πέδρο στο ίδιο κάδρο. Έμπνευση του καλλιτέχνη, που μάλλον απογοήτευσε τον Πέδρο, ο οποίος θα προτιμούσε κάποιο πιο επικοινωνιακό ζώο να περνά την ώρα του ευχάριστα. Η Ραφαέλα θεωρεί τον Πέδρο το απόλυτο ίνδαλμα –δεν ξέρει και τίποτε άλλο βέβαια– και τον ακολουθεί κατά πόδας σε κάθε του εξόρμηση. Η ειρωνεία είναι ότι ενώ εκείνη έχει τα φτερά ακολουθεί τον Πέδρο που μπορεί μονάχα να περπατά, αλλά η ίδια δεν επιχειρεί καμία ιδιαίτερη πτήση.
-Βλέπουμε τον Πέδρο να ξεκινά την περιπέτειά του μες στο μουσείο, τι πιστεύεις ότι μαθαίνει συνολικά από το ταξίδι του;
Πως ο κόσμος είναι πολύ μεγαλύτερος από την «αίθουσα» όπου έχουμε κληθεί να περάσουμε τη ζωή μας.
Πως «η τέχνη μπορεί να διώξει από την ψυχή τη σκόνη της κάθε καθημερινότητας».
Πως η τέχνη είναι κάτι ζωντανό: ακόμα κι αν ο δημιουργός της έχει φύγει αιώνες από τη ζωή, τα έργα του –μνημεία μιας ξεχωριστής διάστασης και πραγματικότητας– παραμένουν άφθαρτα, πύλες εισόδου στον κόσμο που δημιούργησε ο κάθε καλλιτέχνης.
Πως έχουμε ανάγκη την τέχνη, ως διάσταση, διαφυγή αλλά και καταφύγιο.
-Ήδη το βιβλίο δουλεύεται σε πολλά σχολεία και φαίνεται ότι έχει ενθουσιάσει τα παιδιά. Τι ήταν το πιο συγκινητικό ή ανατρεπτικό σχόλιο ή ζωγραφιά που σου είπαν;
Πράγματι, οι επισκέψεις στα σχολεία ξεκίνησαν από πολύ νωρίς για αυτό το βιβλίο. Νομίζω κι εγώ πως το αγάπησαν τα παιδιά και χαίρομαι ιδιαίτερα.
Θυμάμαι με πολύ μεγάλη συγκίνηση δυο πιτσιρικάκια, τον Γιώργο και την Αλίκη, τα οποία αν και ιδιαίτερα ντροπαλά, έφτιαχναν κάθε μέρα ζωγραφιές του Πέδρο και της Ραφαέλας, αλλά και μία δική μου (!) και μου τα έστελναν σε φωτογραφίες.
Επίσης χάρηκα πολύ με τη μικρή μου φίλη, τη Λυδία, που διάλεξε το βιβλίο και τους δυο βασικούς ήρωές του, για να φτιάξει την αφίσα για την Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου στο σχολείο της.
Γενικά χαίρομαι πάρα πολύ όταν τα παιδιά έρχονται ή νιώθουν κοντά σου μέσα από τα βιβλία. Το να μπορείς να συνομιλείς μαζί τους έστω και από μακριά, να σε διαβάζουν και να γελούν, να συγκινούνται ή να ταυτίζονται με κάποιον ήρωά σου είναι ό,τι πιο όμορφο μπορείς να νιώσεις ως συγγραφέας.
Σ’ ένα σχολείο, όπου τους είχα ζητήσει να γράψουν έναν διάλογο ανάμεσα σε δύο ή τρία έργα τέχνης (μάλιστα στο συγκεκριμένο σχολείο τα είχαν ζωγραφίσει τα ίδια τα παιδιά), διάβασα τον πιο αστείο διάλογο ανάμεσα σε ένα έργο του Matisse και του Van Gogh:
– Μας πήρανε από την αίθουσα τη Frida (Kalho). (έλεγε ο ένας)
– Φαίνεται μιλούσαμε πολύ μεταξύ μας. (απαντούσε ο άλλος)
Κατά το «μας άλλαξαν θρανία, γιατί μιλούσαμε και δεν προσέχαμε στην τάξη».
Κι ένα κορίτσι, νομίζω της Ε΄ Δημοτικού, όταν είχε τελειώσει η παρουσίαση, με πλησίασε ρωτώντας με: «Κυρία Σοφία, εσείς, τώρα, πληρώνεστε γι’ αυτό που κάνετε;». Όταν της απάντησα πως πληρώνομαι αλλά όχι σε χρήματα, αλλά σε παιδικά χαμόγελα, την είδα πως αρχικά απόρησε, μετά παρέμεινε σκεπτική. «Γιατί ρωτάς;» της είπα. «Ήθελα να το κάνω αυτό σαν επάγγελμα» μου είπε. (Ελπίζω να μην την αποθάρρυνε η απάντησή μου!)
-Ποια θα έλεγες ότι ήταν η πιο συναρπαστική έκθεση ή μουσείο που έχεις επισκεφθεί;
Θα σου φανεί περίεργο, αλλά μια έκθεση που πραγματικά με συγκλόνισε δεν είχε να κάνει με ζωγραφική, αλλά με μόδα. Ήταν η έκθεση «Savage Beauty» για τον Alexander McQueen στο V&A, στο Λονδίνο, νομίζω το 2015. Κάποιες φορές η τέχνη σε οποιαδήποτε μορφή της είναι κάτι που σε καλεί κοντά της και, ειλικρινά, επειδή λατρεύω αυτό το μουσείο, δεν θα την έχανα για τίποτα. Το στήσιμο, η προβολή, ο συνδυασμός εικόνας, μουσικής, υλικών και τεχνολογίας ήταν το κάτι άλλο. Ήταν μαγικό. Σε έβαζε στο μυαλό του καλλιτέχνη, κατευθείαν. Ξεχνούσες ότι έβλεπες ρούχα. Είχες μπροστά σου κόσμους ολόκληρους. Η εναλλαγή φωτός και σκιάς, ζωής και θανάτου, η έμπνευση από τη φύση, η αγωνία της επικράτησης, η αναζήτηση της τελειότητας – όλα εκεί μπροστά σου, επιβλητικά σε ταξίδευαν σε έναν άλλο χωροχρόνο. Αλησμόνητη εμπειρία.
–Ω,ναι, είχα πάει κι εγώ και είχα βγει κλαίγοντας από το Victoria & Albert. Να σε ρωτήσω και κάτι πρακτικό: είσαι full time εργαζόμενη και μητέρα. Πότε προλαβαίνεις να γράφεις και πώς κρατάς ζωντανή την επιθυμία σου παρά το δύσκολο πρόγραμμα;
Είμαι όντως και τα δύο. Αλλά όπως καλά ξέρεις κι εσύ, κάτω από τα ηλιόλουστα μουστάκια σου (αναφέρεται στο βιβλίο «Ήλιος με μουστάκια», εκδ. Καλειδοσκόπιο), αν έχεις κάτι μέσα σου και θέλεις να το γράψεις, δεν θα πάψει να σε πιλατεύει μέχρι να το αποτυπώσεις σε ένα χαρτί ή σε μια σελίδα στο word.
Το μυστικό (σιγά το μυστικό, δηλαδή) είναι οι ώρες κοινής ησυχίας. Έτσι τις λέω εγώ τις ώρες μετά τη μία το βράδυ, που τα παιδιά κοιμούνται και δεν υπάρχει περίπτωση να ακούσω την πιο καθιερωμένη φράση της εφηβικής πείνας: «Μαμά, έχει κάτι να φάω;». Εκείνη την ώρα, το γατί αποκαμωμένο θα έχει λουφάξει ανάμεσα στα σεντόνια μας, ο σκύλος κι αυτός κουρασμένος απλά θα μου κάνει παρέα από μακριά, ροχαλίζοντας γλυκά στον καναπέ και ο καλός μου Στέφανος, αφού σηκωθεί κανά δυο φορές να δει «γιατί δεν κοιμάμαι ακόμη», θα με αφήσει στην ησυχία μου, παρέα με το laptop. (Η αλήθεια είναι ότι πλέον έχει σταματήσει να αναρωτιέται τι κάνω.)
-Τι σε συγκινεί συνήθως στις ιστορίες;
Το αναπάντεχο. Η άλλη οπτική. Η φωνή που επιτέλους ακούγεται.
-Και τι στους ανθρώπους;
Η αναπάντεχη καλοσύνη. Η ειλικρίνεια. Η ευαισθησία.
-Αν ήσουν εσύ ζωγράφος, ποιον πίνακα θα ήθελες να είχες κάνει;
Δεν είμαι σίγουρη – δεν μπορώ να επιλέξω μόνο ένα έργο τέχνης. Αλλά θα ήθελα να μπορούσα να φτιάξω έναν πίνακα και κάτω από αυτόν να είχε ένα τετράδιο, όπου θα καλούσα τον θεατή να γράψει τι νιώθει κάθε φορά που τον βλέπει. Τι ιστορίες του ξυπνά. Τι αναμνήσεις. Άλλωστε όλοι όσοι ασχολούνται με την τέχνη, έναν διάλογο δεν επιδιώκουν;