Τα γεμιστά της γιαγιάς

Όταν ήμουν μικρή, οι γονείς μου μας πήγαιναν δύο μήνες το χρόνο στη γιαγιά και τον παππού. Περνούσαμε υπέροχα, καθώς έμεναν στην Κηφισιά (τότε ήταν εξοχή!) σε μια μονοκατοικία με ένα τεράστιο κήπο. Στο διπλανό σπίτι έμενε ο ιδιοκτήτης των σπιτιών, ο οποίος ήταν κηπουρός, ο κύριος Άγγελος. Κάθε πρωί ξυπνούσα και έτρεχα στο σπίτι του. Φροντίζαμε τον κήπο, σκάβαμε, σκαλίζαμε, ήμουν η μικρή τους βοηθός. Στο πίσω σπίτι έμεναν δύο κυρίες, η κυρία Μαργαρίτα με την αδερφή της την κυρία Χαρίκλεια. Και κάθε μέρα το σπίτι μας ήταν γεμάτο κόσμο, η γιαγιά είχε πολλές φίλες που έμεναν εκεί κοντά και οι επισκέψεις ήταν καθημερινές.

Όλα ήταν όσο παραμυθένια ακούγονται, εκτός από μια μικρή λεπτομέρεια: Όλες οι φίλες της γιαγιάς μου όσο συχνά και αν ερχόντουσαν, μου έφερναν και κάτι, μια σοκολάτα, ένα σακούλι καραμέλες, ένα κομμάτι πίτα που είχαν φτιάξει. Εγώ ως μικρή λιχούδα τα έτρωγα όλα χωρίς δεύτερη σκέψη. Και όταν ερχόταν η μαμά μου να με πάρει άρχιζε να ουρλιάζει γιατί έβλεπε τα φουσκωτά μου μαγουλάκια να κοντεύουν να σκάσουν. Τα ‘βαζε με τη γιαγιά μου φυσικά, της έλεγε ότι δεν θα με ξανά -αφήσει εκεί, η γιαγιά της έλεγε ότι δεν θα με αφήνει να τρώω και πάει λέγοντας. Η μαμά μου είχε μεγάλη αγωνία μη γίνω χοντρή και πρόσεχε πάρα πολύ τι έτρωγα. Φυσικά αυτό με είχε κάνει όταν έβρισκα γλυκά οπουδήποτε αλλού να τα καταβροχθίζω.

Έτσι λοιπόν φτάσαμε στο καλοκαίρι των 6 μου χρόνων, είχε γεννηθεί και το αδερφάκι μου και οι ισορροπίες είχαν κάπως αλλάξει. Δεν ήμουν πια προτεραιότητα, όλοι ζουλούσαν το μωρό πλέον. Πήγα στη γιαγιά με μεγάλη χαρά, θα ήμουν πάλι πρωταγωνίστρια. Από τις πρώτες ημέρες κατάλαβα ότι η τρομοκρατία της μαμάς μου είχε αποδώσει: οι καραμέλες και οι σοκολάτες περνούσαν από έλεγχο πλέον. Όταν πηγαίναμε στο Βάρσο μου έδιναν μισό ριζόγαλο και κόπηκαν οι πολλές τηγανιτές πατάτες. Δύσκολη είχε γίνει η ζωή.

Ένα μεσημέρι η γιαγιά μαγείρευε και εγώ καθόμουν στην κουζίνα μαζί της. Έφτιαχνε γεμιστά. Εκείνη την ώρα εμφανίστηκε η μαμά, είχε έρθει με το μωρό να μας δει. «Πάνω στην ώρα, της είπε η γιαγιά, βγαίνουν τα πρώτα γεμιστά από το φούρνο, να φας κιόλας». Τα έβγαλε από το φούρνο και έβαλε 6-7 σε ένα ταψάκι.

«Παυλινάκι μου, θα τα πας στην κυρία Μαργαρίτα;» μου είπε.

Η μαμά μου πετάχτηκε: «μην τολμήσεις να φας! Θα τα πας και θα γυρίσεις εδώ να φας μαζί μας, εντάξει;»

«Ναι» της απάντησα.

«Πρόσεχε γιατί άμα φας θα το καταλάβω».

«Εντάξει μαμά» της είπα και έφυγα με το ταψάκι στο χέρι.

Μετά από πέντε λεπτά γύρισα, πασαλειμμένη σε όλο το πρόσωπο. Η μαμά μου με βούτηξε μισοθυμωμένη αλλά μισογελώντας, αφού έβλεπε μια φάτσα γεμάτη λάδια και απορία.

«Δεν σου είπα παιδί μου να μη φας;!!» φώναξε.

«Δεν έφαγα μαμά» της απάντησα με σιγουριά.

«Μη μου λες ψέματα, έφαγες!!»

«Δεν έφαγα μαμά σου λέω», επέμεινα εγώ.

«Παιδί μου είσαι πασαλειμμένη ολόκληρη!»

«Μαμά δεν έφαγα, τα έγλειψα μόνο!»

Έχουν περάσει 36 χρόνια από τότε και ακόμα γελάω όταν την κάνω εικόνα.

Δεν ξέρω τι μηνύματα θα πάρετε από αυτή την ιστορία, δεν ξέρω αν θα καταλάβετε ότι είναι καλό να αφήνετε τα παιδιά να τρώνε τα πάντα, εξηγώντας τους και όχι απαγορεύοντάς τους τι τους κάνει καλό και τι όχι. Γιατί αν τους το απαγορεύσετε, σίγουρα θα προσπαθήσουν να το κάνουν όταν δεν είστε εκεί. Αν όχι, ελπίζω απλά να γελάσατε με τη λαδωμένη μούρη ενός κοριτσιού με φουσκωτά μάγουλα.

Διαβάστε επίσης:
Δεύτεροι γονείς

Οι τρυφεροί θα επιβιώσουν;

Ακολούθησε το TheMamagers στο Instagram

Διαβάστε περισσότερα

Best of network