Όχι κυρία μου, όχι. Δεν μου φαίνονται χαριτωμένα τα παιδιά σου.
Σε σένα το λέω, μη κοιτάζεις αλλού. Σε σένα, που τα αφήνεις ελεύθερα να αλωνίζουν ανάμεσα στα τραπέζια της ταβέρνας και να σκούζουν μέσα στα αυτιά τα δικά μου και των άλλων θαμώνων.
Σε σένα, κύριέ μου, που τα ακολουθείς κιόλας βήμα βήμα όσο χαλάνε τον κόσμο από τις φωνές, καμαρωτός σαν γύφτικο σκεπάρνι, διότι «παιδιά είναι, δεν μπορείς να τα περιορίσεις».
Σας έχω νέα, λοιπόν. Μια χαρά μπορείς να τα περιορίσεις.
Η ταβέρνα δεν είναι το σαλόνι σου. Το καφέ δεν είναι το καθιστικό σου. Η παραλία δεν είναι η αυλή σου. Τα παιδιά σου δεν είναι παιδιά όλων των συνανθρώπων σου. Η ησυχία τους δεν είναι η φασαρία σου. «Εάν δεν σου αρέσουν τα παιδιά και είσαι μισάνθρωπος, υπάρχει λύση, να καθίσεις σπίτι σου», απαντάς όταν σου κάνουν παρατήρηση.
Και μόλις γυρίζεις από την άλλη, το διαβάζω στα χείλη σου μέσα από εκείνον τον καθρέφτη, με βρίζεις κι από πάνω: «Παράξενε, ξινέ, υστερικέ, παλιομαλάκα, κομπλεξικέ, ποιος ξέρει πόσο ξύλο έφαγες από τη μάνα σου, σίγουρα δεν μπορεί να κάνει παιδιά το μπάζο η γυναίκα σου, αν έχεις και γυναίκα δηλαδή, γιατί μάλλον θα κοιμάσαι μόνος σου με τη γάτα σου, τέτοιος γεροντοκόρος που είσαι».
Όχι, κυρία μου. Δεν κοιμάμαι μόνος μου με τη γάτα μου. Δεν έχω καν γάτα. Έχω παιδιά όπως κι εσείς, εξίσου χαριτωμένα, αλλά φροντίζω να μην τα κακομαθαίνω. Όταν βλέπω ότι ενοχλούν τους συνανθρώπους μου, τα συμμαζεύω και τα δασκαλεύω. Δεν τα αφήνω να παίζουν κυνηγητό στους διαδρόμους του ξενώνα στις 8 το πρωί. Τα μαλώνω όταν τρέχουν ανάμεσα στις ομπρέλες και κλωτσάνε άμμο στα μούτρα των ανυπεράσπιστων λουομένων. Ζητώ και συγγνώμη όποτε χρειαστεί.
Διδάσκω στα παιδιά μου, ότι ο καλός πολίτης σέβεται πάνω απ’όλα τον διπλανό του. Όταν τα δω να εκτροχιάζονται, τρέχω και τα επαναφέρω στην τάξη. Δεν τους επιτρέπω να χαλάνε τον κόσμο στις 11 το βράδυ στην πυλωτή της πολυκατοικίας. Δεν τα αφήνω να πειράζουν τα αδέσποτα ζωάκια. Δεν καμαρώνω όταν αρχίζουν καυγάδες με άλλα παιδάκια. Τους θυμίζω ξανά και ξανά, ότι η ζωή έχει κανόνες.
Γι’αυτό σας λέω, αφήστε για λίγο στην άκρη το κινητό σας, ανοίξτε τα μάτια σας να δείτε τι γίνεται γύρω σας και χρησιμοποιήστε το μυαλό σας για να σκεφτείτε. Ο κόσμος δεν είναι τσιφλίκι δικό σας και των παιδιών σας. Ενοχλείτε. Εσείς ενοχλείτε, όχι τα παιδιά σας. Τα παιδιά φέρονται με τον τρόπο που μαθαίνουν από το σπίτι τους.
Οι γονείς είναι αυτοί που ανάβουν το τσιγάρο εκεί όπου απαγορεύεται, οι γονείς παρκάρουν στη θέση των αναπήρων, οι γονείς φωνασκούν και βρίζουν, οι γονείς χαλάνε τη ζαχαρένια των άλλων με τάβλι και ρακέτες και μουσική στη διαπασών, οι γονείς είναι που κάνουν τα παιδιά σαν τα μούτρα τους.
Τα παιδιά δεν είναι κακομαθημένα. Τα παιδιά είναι αξιαγάπητα και χαριτωμένα, μέσα στην άγνοια και την αθωότητά τους. Οι κακομαθημένοι είναι οι γονείς.
Γράφει ο Γερ. Ο. Παράξενος
Διαβάστε επίσης:
«Αν δεν φας θα σε πάρει ο μπαμπούλας» – καλώς ήρθατε στον μεσαίωνα