Θα ήταν αγόρι. Το λέω ενστικτωδώς για την ανδροκρατούμενη κοινωνία που ζούμε. Αν, και πάλι με ένστικτο, ως γυναίκα, αγόρι θα ήθελα. Ίσως βιωματικά. Η αίσθηση της ασφάλειας που σου προσφέρει το αρσενικό. Ένα αόρατο δίχτυ προστασίας, ενίοτε αραχνοΰφαντο, άρα απατηλό.
Αν είχα ένα παιδί, θα όφειλα να βάλω δυο βήματα πιο πίσω την ύπαρξή μου, να του δώσω χώρο να περπατήσει, να τρέξει, να σκοντάψει, να ματώσει αλλά να είμαι κοντά να προλάβω να απαλύνω την πληγή. Να βιώσω την αυταπάρνηση, πράγμα που δεν μου έχει συμβεί ως τώρα.
Θα του διάβαζα από μωρό κι ας ήξερα πως δεν καταλαβαίνει. Κι όταν μεγάλωνε λίγο θα το έβαζα να μου διαβάζει αυτό, τα ίδια βιβλία. Να γίνει η ένωση, ο σύνδεσμος του όλου, με δυο διαφορετικές φωνές.
Θα το ήθελα όμορφο, γιατί αυτός ο κόσμος, ο «αγγελικά πλασμένος», δίνει βήματα στην ομορφιά. Πολλές φορές βέβαια και κλωτσιές, αν δεν συμπορεύεσαι με το σύστημά του. Αν όμως ήταν άσχημο, σε μια κοινή ματιά, θα το έκανα πανέμορφο στον μέσα του τον κόσμο. Να βγάζει φωτιά η αύρα του μαζί με πνεύμα, για να κερδίζει στα σημεία τους ακόλουθους της επιφάνειας.
Θα του μάθαινα με χίλιους δυο τρόπους, πως είναι μοναδικός. Πως μόνο ο εαυτός του θα είχε τη δύναμη να τον πληγώσει. Και ο ίδιος να γιατρευτεί. Όχι, όχι, δεν θα τον έκανα αναίσθητο, μα δυνατό. Όλη τη γνώση του εξοστρακισμού μου, θα την μετέδιδα να γίνει δύναμη και όχι μίσος. Μόνο έτσι είσαι δυνατός.
Θα τον πήγαινα ταξίδια, με πρώτο σταθμό το Νταχάου. Να δει. Ίσως και να μυρίσει πως είναι το μίσος ανθρώπου προς άνθρωπο, για την εξουσία κυρίως του νου.
Θα του έδειχνα άλλους πολιτισμούς και θα τον παρακινούσα να φύγει από το καζάνι της μισαλλοδοξίας, των ευκαιριών χωρίς κόπο, των βρόμικων δρόμων, των βρόμικων σκέψεων και πράξεων. Θα του μάθαινα πώς να σηκώνεται όταν πέφτει, χωρίς να χάνει την αξία του γδαρσίματος. Θα του φόρτωνα τόση αγάπη, που να λυγίζουν τα γόνατα…
Θα τον πήγαινα σε κλινικές αποτοξίνωσης, να δεί την απόρροια των ναρκωτικών ουσιών. Την αποχαύνωση της αξιοπρέπειας, της εύκολης λύσης, την αδυναμία της ευαισθησίας. Να δεί το «κακό» στα μάτια μπας και το αποφύγει, αναγνωρίζοντας το βλέμμα του.
Αν είχα ένα παιδί, θα το έπαιρνα μια βόλτα στις πιάτσες των τρανς και θα του έδινα να καταλάβει σε ποια κοινωνία θα μεγαλώσει. Γιατί η Συγγρού και η κάθε πιάτσα ειναι ο καθρέφτης μιας κοινωνίας. Θα του εξηγούσα για ποιο λόγο περιφέρεται ημίγυμνο ένα πλάσμα μέσα στην νύχτα για να επιβιώσει. Ποιος ακριβώς φταίει, αν δεν είναι επιλογή του.
Θα του έπαιρνα ένα αδέσποτο σκυλί να το προσέχει, να το βγάζουμε βόλτα, να κοιμάται μαζί του, να καταλάβει την αξία της άδολης προσφοράς. Θα τον έσπρωχνα να μάθει την αρχαία κληρονομιά της πατρίδας του με πάθος για να νοιώσει περήφανος, αλλά κυρίως τη νεότερη ιστορία της για να δει τη μετάλλαξη μέσα στους αιώνες, να δει την προδοσία στα ιδεώδη και να μπορεί να σκεφτεί πιο καθαρά αν θέλει να τα βιώνει στην κάθε στιγμή της μέρας του. Αν θέλει να διαιωνίσει τη σαπίλα ή θα προσπαθήσει ν’ αλλάξει τον κόσμο, ως οφείλει κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος με παιδεία.
Μέσα στα κουτιά που μου έδωσαν οι μοίρες όταν γεννήθηκα, αυτή την ευλογία δεν μου την έδωσαν. Για κάποιο λόγο η φύση διάλεξε για μένα να μη περπατήσω αυτό το μονοπάτι.
Ευτυχώς θα πω τώρα πια, βλέποντας, γνωρίζοντας, προβλέποντας τη μοίρα των νέων ανθρώπων. Ευτυχώς που δεν μπορώ.
Θαυμάζω το κουράγιο των γονιών, μόνο αυτών που φέρουν παιδιά συνειδητά και όχι για εγωιστικούς, προσωπικούς, οικογενειακούς, «φαλλικούς» λόγους.
Είχα τη μισή τύχη να δώσω αυτά που περιέγραψα στο παιδί της αδερφής μου. Αναλαμβάνω τις ευθύνες, ως εκεί που μου αναλογούν…
Γράφει η Άννα Κουρουπού