Η ευγνωμοσύνη που μαθαίνεται

Γυρνούν από το σχολείο χαρούμενα, φωνακλάδικα, κουρασμένα και πεινασμένα.

Ορμάνε στο σπίτι, παρατούν στο πάτωμα τις βαριές τσάντες με τα μισάνοιχτα φερμουάρ, βγάζουν μπουφάν και παπούτσια και τα σκορπάνε εδώ κι εκεί. Κυλιούνται στο χαλί με τον σκύλο, τα ρωτάω πως τα πέρασαν στο σχολείο. «Καλά, μια χαρά. Τι έχει να φάμε; Πεινάω». Η ερώτηση. «Κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο». Η απάντηση. «Ω ρε μαμά… πάλι; Θέλω μακαρόνια», ο ένας. «Δεν πεινάω για κοτόπουλο», η άλλη.

Χωρίς πολλά-πολλά τους σερβίρω. «Αυτό έχουμε σήμερα, δεν είσαστε στο εστιατόριο. Να λέτε πάλι καλά που έχουμε ένα πιάτο φαγητό να φάμε. Δεν βλέπετε τόσα παιδιά που πεινάνε;». Το ακούνε για πολλοστή φορά. «Ναι, εντάξει, καλά, αλλά δεν θα φάω τώρα, πάω στο δωμάτιό μου να παίξω, θα φάω αργότερα», ο ένας. «Εγώ έχω διαγώνισμα αύριο πρέπει να διαβάσω, θα φάω λίγο κέικ και το φαγητό μετά», η άλλη. Εξαφανίζονται στα δωμάτιά τους. Ησυχία.
Στέκομαι πάνω από τα γεμάτα πιάτα και τα κοιτάζω. Η τηλεόραση στον απέναντι τοίχο μεταδίδει εικόνες ανθρώπινης εξαθλίωσης από τον Πειραιά και το Ελληνικό, λίγα χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι μου. Επιστρέφω το βλέμμα στο στρωμένο τραπέζι. Πιρούνια δεξιά απ’ τα πιάτα, σαλάτα, ψωμί και ποτήρια με νερό. Τα δικά μου παιδιά έχουν την πολυτέλεια να αρνούνται το μεσημεριανό τους γιατί ξέρουν πως όταν θα πεινάσουν θα τους περιμένει εκεί.

Πηγαίνω στα δωμάτιά τους και τους μιλάω. «Ακούστε: δεν θέλω να τσακωθούμε. Και δεν έχω την απαίτηση να καταλάβετε τι σημαίνει να πεινάς, να κρυώνεις, να μην έχεις να φας και να κοιμάσαι στο βρεγμένο χώμα, γιατί ούτε εγώ το έχω ζήσει. Να είστε όμως ευγνώμονες που έχετε φαγητό και ρούχα και ένα ζεστό σπίτι, γιατί όλα αυτά τα έχουμε από τύχη». «Γιατί από τύχη, αφού δουλεύετε και έχουμε λεφτά», ρωτάει η μεγάλη. Συνεχίζω. «Θα σου απαντήσω. Με στενοχωρεί να βλέπω πως όσα έχουμε τα θεωρείτε δεδομένα. Αν είχατε γεννηθεί από άλλους γονείς, σε μια χώρα που είχε πόλεμο, τώρα μπορεί να ήσασταν εσείς στη θέση αυτών των παιδιών. Και αν αυτό σας μοιάζει απίθανο και ακαταλαβίστικο, τότε σκεφτείτε εκείνους τους συμμαθητές σας που φέτος βρίσκονται σε άλλη χώρα με τους γονείς τους. Παράτησαν σπίτι, φίλους και συγγενείς στην Ελλάδα και βρέθηκαν στην Αμερική και αλλού, γιατί εδώ οι γονείς τους δεν είχαν δουλειές και άλλα λεφτά να ζήσουν. Ποιος ξέρει αν αύριο χρειαστεί να κάνουμε κι εμείς το ίδιο. Το καταλάβαμε αυτό; Ελάτε τώρα για φαγητό». Τα αγκαλιάζω, τα φιλάω. «Άντε πλύνετε χέρια κι ελάτε να φάμε».

Πρέπει να τους μιλάς, σκέφτομαι. Να μιλάς στα παιδιά πολύ. Αλλά απ’ την άλλη δεν αρκεί μόνο να τους μιλάς. Οι πράξεις μας μετρούν περισσότερο στα παιδιά και όχι τα λόγια. «Την Κυριακή λέω να πάμε να δώσουμε φαγητό και παιχνίδια στα προσφυγόπουλα. Εσύ μικρέ θα διαλέξεις να δώσεις από τα παιχνίδια σου και μ’ εσένα θα πάμε το Σάββατο να ψωνίσουμε». «Να πάρουμε γάλατα και κρέμες για τα μωρά, μαμά», η μεγάλη. «Κι εγώ θα τους δώσω τα γκορμίτι μου και τα Lego!», ο μικρός.

Όλα όσα θεωρούμε δεδομένα, όλα όσα μας μοιάζουν αυτονόητα.

Το μόνο σίγουρο είναι η αβεβαιότητα σ’ αυτή τη ζωή. Τους το λέω συχνά.

Δεν είμαι ένας καλός άνθρωπος. Γέννησα όμως δύο παιδιά και αυτό από μόνο του μου δίνει κάθε μέρα την ευκαιρία να βλέπω γύρω μου και να σκέφτομαι.

Διαβάστε επίσης:

10 πράγματα που δεν πρέπει να λέμε στα παιδιά μας

Ακολούθησε το TheMamagers στο Instagram

Διαβάστε περισσότερα

Best of network