Το παιδί μου είναι “παράξενο”.
Από εκείνα τα παιδιά που αμέσως τα ξεχωρίζεις από την περίεργη συμπεριφορά τους. Από μικρός ήταν μοναχικός και περίεργος. Του άρεσε να μουτζουρώνει το πρόσωπό του με μαρκαδόρους και να κάνει αστεία. Αυτό είναι πολύ χαριτωμένο όταν το παιδί σου είναι 5 ετών, αλλά όταν είναι 9 δεν μπορείς να γελάσεις με αυτό, όταν το κάνει στους συμμαθητές του.
Στα διαλείμματα συνήθιζε να παίζει μόνος του με κάτι πέτρες που μάζευε από το προαύλιο. Τις έβαζε σε ένα κύκλο και πηδούσε μέσα κι έξω από αυτόν όσο κρατούσε το διάλειμμα. Ή έπαιρνε ένα μπλοκ και ζωγράφιζε κύκλους μουρμουρίζοντας. Μόνο κύκλους. Τα άλλα παιδιά τον έβλεπαν και γελούσαν. Τον έδειχναν με το δάχτυλο και τον παρακολουθούσαν από μακριά. Δεν πήγαιναν κοντά του.
Ο γιος μου δεν βίωνε εκφοβισμό. Βίωνε την αδιαφορία των άλλων. Βίωνε μια κοινωνική απόρριψη προς κάθε τι που είναι διαφορετικό, που δεν κολλάει με τις νόρμες.
Ο γιος μου ήταν και είναι ευαίσθητος, γλυκός και τρυφερός. Δεν του άρεσε ο “πόλεμος” στα διαλείμματα, οι φωνές και τα τρεχαλητά. Προτιμούσε να κάθεται μόνος τους χωρίς να ενοχλεί κανέναν, βυθισμένος στις σκέψεις του. Στα μαθήματά του τα πήγαινε περίφημα, απλά δεν συμμετείχε ιδιαίτερα στην τάξη. Όταν όμως ο δάσκαλος των ρωτούσε, απαντούσε σε όλα σωστά. Αυτό ήξερα.
Κάθε φορά που τον έβλεπα, πονούσα και μου ξυπνούσαν οι αναμνήσεις, από τα δικά μου σχολικά χρόνια.
Έβλεπα από νωρίς τα σημάδια, αλλά δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Ο γιος μου ήταν «παράξενος», ακριβώς όπως εγώ. Για μένα όλα πήγαιναν καλά, μέχρι την Δευτέρα δημοτικού. Από την Τρίτη και μετά, τα δημοφιλή παιδιά με φώναζαν χαζή και παράξενη. Κορόιδευαν ακόμα και το όνομά μου. Κάθε πάρτι παρέμενε μυστικό για μένα, δεν με καλούσαν ποτέ. Ήμουν απομονωμένη. Μόνη. Και όταν τόλμησα να παραπονεθώ, να τους ρωτήσω γιατί με αποφεύγουν, μου απάντησαν σαν να απευθύνονταν στο πιο γελοίο άτομο του κόσμου. Γιατί έτσι με έβλεπαν.
Η ρετσινιά της παράξενης δεν έφυγε ποτέ από πάνω μου. Τα κορίτσια δεν με έκαναν παρέα. Τα αγόρια με φώναζαν «μπάζο». Κάποιος έγραψε «ΗΛΙΘΙΑ» στο θρανίο μου. Στο Λύκειο είχα διατροφικές διαταραχές… Ορκίστηκα πως όταν τελειώσω, θα έφευγα όσο πιο μακριά μπορούσα.
Είκοσι χρόνια μετά, τα σημάδια έχουν ξεθωριάσει. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να κάνει το παιδί μου να νιώσει, όπως ένιωσα εγώ. Αυτό το πολύτιμο πλάσμα δεν θα γινόταν ποτέ ο «παράξενος». Κανείς δεν θα τον ωθούσε στην κατάθλιψη. Θα ήταν χαρούμενος. Θα είχε φίλους. Πάρτι. Θα είχε όλα τα καλά της παιδικής ηλικίας.
Την παιδική ηλικία που δεν είχα εγώ.
Επιστράτευσα τα πάντα για να ενισχύσω την ευτυχία και την αυτοπεποίθησή του. Μείναμε μακριά από βίαια παιδιά. Τον περικλείσαμε με αγάπη. Ήταν πάντα καλοδεχούμενος στο κρεβάτι μας. Τον αγκάλιαζα με στοργή, όταν είχε ξεσπάσματα. Διαβάσαμε έρευνες. Αγωνιζόμασταν για την προσπάθεια κι όχι για τη νίκη. Όλα αυτά έπεισαν τον μικρό ότι ήταν δυνατός, ικανός και ασφαλής ως ένα σημείο. Όμως αυτά δεν ήταν αρκετά.
Η πρώτη “σοβαρή” απόρριψη που βίωσε ο γιος μου έγινε σε ένα πάρτι. Τον κορόιδεψαν για το παντελόνι του, για τις γκριμάτσες που έκανε, που σιγοτραγουδούσε. Τότε εκείνος, δεν άντεξε και άρχισε να κλαίει. Όχι για την κοροϊδία, αλλά γιατί είχε ανάγκη από έναν φίλο.
Τώρα πηγαίνει πια στο γυμνάσιο και παραμένει το “παράξενο” παιδί της τάξης. Δεν μουτζουρώνεται πια, αλλά είναι απόμακρος. Οι καθηγητές λένε ότι έχει κοφτερό “μυαλό” και θα διαπρέψει στα μαθηματικά. Αυτό δεν μπορεί να με κάνει να χαρώ. Το να γίνει επιστήμονας είναι καλό για την καριέρα του, για τη ζωή του, αλλά δεν θα του εξασφαλίσει την ευτυχία.
Ακόμη ανησυχώ ότι ο γιος μου θα γίνει θύμα. Ότι θα υποφέρει όσα υπέφερα εγώ. Όμως δεν μπορώ να τον κρατήσω ασφαλή για πάντα, μόνο να τον βοηθήσω, να τον ενθαρρύνω, να τον φέρνω σε επαφή με καλούς ανθρώπους. Μπορώ να συνεχίσω α τον εφοδιάζω με αυτοπεποίθηση και να είμαι δίπλα του.
Και το κυριότερο, μπορώ να τον αγαπώ.
Γράφει η Λίνα
Διαβάστε επίσης:
Αυτισμός – Η αρχή του παγόβουνου: «κάτι δεν πάει καλά με το παιδί μας»
Οι γονείς πάντα ξέρουν όταν κάτι δεν πάει καλά με το παιδί τους – απλά αρνούνται να το παραδεχθούν