Από χθες σκέφτομαι αν πρέπει να γράψω αυτά που είδαμε. Λέω, βαριέμαι τα likes και τα “μπράβο” comments. Εξάλλου, η καλή πράξη δεν είναι για να τη διαφημίζεις (εκτός αν ψάχνεις να βρεις σπίτι σε αδέσποτο ζώο). Όταν όμως θες απλώς να παρακινήσεις; Το Σάββατο περάσαμε με το αυτοκίνητο έξω από το δυτικό αεροδρόμιο. Όλο το κτίριο ντυμένο με απλωμένα ρούχα στη σειρά. Χθες το πρωί λέω δειλά στον γιο μου
“Θέλεις να μαζέψουμε τα ρούχα που δεν σου κάνουν και να τα πάμε στα παιδιά που ήρθαν απ’τον πόλεμο;“
Για πρώτη φορά που του πρότεινα να χαρίσουμε πράγματα μου είπε “ναι” χωρίς να το σκεφτεί. Ίσως, επειδή, επιτέλους μεγάλωσε. Ίσως, επειδή, τον αφήνω να βλέπει τα κακά χάλια στις ειδήσεις. Ή ίσως, επειδή, πλέον καταλαβαίνει ότι το μπλουζάκι για 4 ετών του είναι πραγματικά άχρηστο.
Γεμίσαμε μια τσάντα. Η μία έγιναν 2 και οι δύο τελικά 6. Και όσο μαζεύεις τόσο συνειδητοποιείς την υπερπληθώρα αγαθών που είσαι τυχερός να απολαμβάνεις. Και τόσο σκέφτεσαι ότι μακάρι να είχες ένα δεύτερο πλήρες σπίτι να το χάριζες. Βάλαμε ρούχα, παπούτσια, πετσέτες, εσώρουχα, κάλτσες, αφρόλουτρα, βρεφικές κρέμες, ένα παλιό σεσουάρ και προς μεγάλη μου έκπληξη ΚΑΙ παιχνίδια.
Στην αρχή είπα να πάω μόνη μου. Μη δουν τα παιδιά τη δυστυχία από τόσο κοντά.
Μετά, ρατσιστικά φοβήθηκα και σκέφτηκα “ας πάω με τον άντρα μου μη με “φάνε” κι εμένα”. Τελικά πήγαμε οικογενειακώς. Τουλάχιστον να μας “φάνε” όλους μαζί. Φτάσαμε στην πύλη. Δύο παιδάκια που κατάλαβαν ότι ήρθαμε για καλό έτρεξαν προς εμάς. Σε δευτερόλεπτα τα ακολουθούσε μια ολόκληρη σχολική τάξη. Πέσανε πάνω στο αυτοκίνητο γελώντας – δεν υπήρχε χώρος να ανοίξω το πορτ μπαγκάζ. Όντως με “φάγανε”.
Τα πάντα εξαφανίστηκαν σε 10 δευτερόλεπτα. Το μόνο που άφησαν ήταν η ρεζέρβα. Προς στιγμή φοβήθηκα για τα παιδιά μου, έτσι όπως κουνιόταν το αυτοκίνητο, μην τρομάξουν, μην ανοίξουν τις πόρτες.
Και μετά ακούσαμε το “thank you” ενός μπαμπά. Και είδαμε το χαμόγελο της αξιοπρεπέστατης μαμάς με την μαντήλα της. Και καταλάβαμε ό,τι, ΟΚ, μας “έτρωγαν” παιδάκια.
Το βράδυ που μίλησα στη μαμά μου στο τηλέφωνο το πρώτο που βρήκε να μου πει ήταν “και τα μικρόβια;”
Είπα να τσακωθώ, αλλά επειδή μου το είπε με τον ίδιο τόνο του “έτσι θα βγεις έξω;” είπα να το αφήσω να πέσει κάτω. Ή μήπως να της θυμίσω ότι την δική της γιαγιά, όταν ήρθε απ’την Σμύρνη, η ξαδέλφη της στην Ελλάδα, την φώναζε η Πρόσφυγκια; Φαντάζομαι θα κουβάλαγε κι αυτή τα δικά της μικρόβια. Τελικά, συνέχισα να της περιγράφω τι είδαμε. Τι ζήσαμε. Κλείνοντας το τηλέφωνο μου’πε ότι θα δει τι θα μαζέψει κι η ίδια – mission accomplished!
Bottom line… δεν ξέρω τι είναι το bottom line. Αν φοβάστε, πάρτε μαζί σας έναν μπράβο. Αν σιχαίνεστε, δώστε τα σε κάποιον άλλον να τα πάει. Αν δεν έχετε πράγματα για χάρισμα, πάρτε τους ένα μπουκάλι νερό από το περίπτερο στη γωνία. Είναι παντού, είναι πολλοί και χρειάζονται τα πάντα. Bottom line ούτε σπίτι μας θα τους πάρουμε κι εμείς το ωραίο κρεβατάκι μας δεν θα το χάσουμε. Απλώς θα έχουμε λίγα πράγματα λιγότερα μέσα στο σπίτι.
Το βράδυ ο γιος μου γκρίνιαζε, γιατί η μακαρονάδα δεν είχε αρκετή σάλτσα. Του απάντησα πολύ ήρεμα “άστο καρδιά μου, μην το φας, να το πάμε αύριο στα παιδάκια”. Σταμάτησε την κλάψα και συνέχισε να τρώει αμίλητος.
Bottom line έκανα καλά που πήρα τα παιδιά μαζί μου.
Γράφει η Νένη Χέρρα