«Γύρω στις 2 το πρωί, το σπίτι της αδελφής μου ήταν ανοιχτό. Δεν βρήκα κανέναν μέσα, το αυτοκίνητο της αδερφής μου ήταν στο σπίτι. Στα 50 μέτρα είδα κάποιες σορούς σκεπασμένες με ένα λευκό σεντόνι» κατέθεσε ο Αριστείδης Χερουβείμ, ο οποίος έχασε μέσα στις φλόγες τη μητέρα του, την αδελφή του και τις δύο ανήλικες ανιψιές του.
Συγκινημένος ο μάρτυρας, που ήταν στην Αθήνα όταν ξέσπασε η φωτιά, περιέγραψε στους δικαστές ότι επί ώρες προσπαθούσε με δεκάδες τηλεφωνήματα σε αρμόδιες Αρχές να μάθει τι απέγιναν οι δικοί του που βρίσκονταν στο Μάτι όταν σάρωσε τα πάντα η φωτιά, χωρίς κανένας να ξέρει να του πει το παραμικρό.
»Ώσπου αργά το βράδυ έφθασε στο σπίτι της αδελφής του και είδε σκεπασμένες σωρούς: «Απέναντι ακριβώς (από τις σωρούς) ήταν ένα ζευγάρι. Ήταν εντελώς καμένοι σε κοινή θέα, χωρίς να είναι καν καλυμμένοι. Οι αστυνομικοί μου είπαν ότι κάτω από το σεντόνι ήταν δύο γυναίκες και δυο παιδιά. Κατάλαβα ότι ήταν οι δικοί μου συγγενείς. Αλλά μου είπαν ότι ήταν νεαρές γυναίκες. Ζήτησα να κάνω αναγνώριση.
»Εκεί υπήρχε μια δυσκολία, γιατί αφενός δεν είχαν γάντια και αφετέρου είπαν ότι δεν ήθελαν να διαταράξουν το σκηνικό του εγκλήματος. Τελικά τα καταφέραμε, αναγνώρισα την αδερφή μου, τη μητέρα μου και το ένα παιδάκι. Το άλλο ήταν πολύ καμένο. Οι σοροί ήταν άσπρες… Έσβησαν τα παιδιά με πυροσβεστήρα… Αυτό επιτρέπεται; Αυτό έγραψαν στην αναφορά τους οι αστυνομικοί, ότι εντόπισαν τις σορούς και άδειασαν τον πυροσβεστήρα του περιπολικού».
Ο μάρτυρας οργισμένος κατέθεσε πως «κάποιοι από τους κατηγορούμενους θα έπρεπε να είναι στη φυλακή και σίγουρα όλοι, την επόμενη ημέρα, θα έπρεπε να είχαν ξηλωθεί από τις θέσεις τους».
Όπως είπε ο κ. Χερουβείμ «Εύχομαι να μη ζήσει κάποιος αυτό που έζησα εγώ και ή οικογένειά μου. Δεν γνωρίζουν πως είναι να μαζεύεις μισοκαμένα παιχνίδια από τον κήπο.
»Να πρέπει να αξιολογήσεις τι από τα πράγματα των κοριτσιών θα πρέπει να πετάξεις και τι να δώσεις. Όσοι μείναμε πίσω ζούμε ένα μαρτύριο. Υπάρχουν άνθρωποι εδώ σαν και εμένα που πρέπει να μας προστατεύσετε, εμείς είμαστε τα θύματα κυρία πρόεδρε».
Ο μάρτυρας τόνισε πως την ημέρα της φωτιάς δεν υπήρχε πυροσβεστικό όχημα παρκαρισμένο, όπως συνέβαινε συνήθως.
«Η Λεωφόρος Μαραθώνος θεωρείτο σαν ζώνη πυρόσβεσης. Όλα αυτά τα καλοκαίρια που είμαστε εκεί κάναμε αγώνα να καθαρίζουμε τα ξερόχορτα. Εγώ μένω στην Αθήνα. Είχε βγει στη τηλεόραση ο κ. δήμαρχος Ραφήνας-Πικερμίου και έλεγε ότι δεν χρειάζεται εκκένωση, μας ζητούσε μάλιστα να μην κυκλοφορούμε για να μην εμποδίζουμε τα πυροσβεστικά.
»Υπήρχαν ελικόπτερα που ποτέ δεν σηκώθηκαν. Υπήρχε χρόνος σε όλες τις υπηρεσίες να ειδοποιήσουν τον κόσμο αλλά αυτοί παρατηρούσαν τον κόσμο να καίγεται. Έλεγαν ότι η φωτιά κινείται προς τον Διόνυσο».
Ο μάρτυρας κατέθεσε «μου είπε η μητέρα μου με την οποία επικοινώνησα στις 6:30 το απόγευμα ότι έβλεπαν φλόγες. Της είπα “σηκωθείτε και φύγετε”. Δεν έπιασα κουβέντα γιατί κάθε δευτερόλεπτο ήταν κρίσιμο. Κατάφεραν να φύγουν μέσα στα επόμενα πέντε λεπτά. Εκεί συνάντησαν κάποιους άλλους ανθρώπους. Το αυτοκίνητο ενός ζευγαριού έπιασε φωτιά και κάηκαν όλοι, μαζί με την οικογένεια μου».
Ο μάρτυρας τόνισε πως όλη η κατάσταση ήταν μία «ανοργανωσιά και παντελής έλλειψη συντονισμού» ενώ αναφέρθηκε και για όσα έγιναν εκείνη τη νύχτα με την πολιτική ηγεσία και την σύσκεψη στο Συντονιστικό της Πυροσβεστικής και «όλο αυτό το θέατρο που παίχτηκε ενώ ήξεραν ότι υπήρχαν νεκροί…».
Ο μάρτυρας ανέφερε πως από τις 2 το πρωί τελικά «η περισυλλογή των σορών έγινε στις 7 το απόγευμα. Αυτό έγινε γιατί κάποιοι στην Πυροσβεστική θεώρησαν σωστό να γίνει απευθείας ανάθεση σε ένα συγκεκριμένο γραφείο τελετών έναντι 62.000 ευρώ παρά το ότι είχαν προσφερθεί και άλλα γραφεία δωρεάν».
Ολοκληρώνοντας την κατάθεσή του ο κ. Χερουβείμ είπε: «Σήμερα ήρθαμε εδώ να κάνουμε μια δίκη αλλά δεν ξέρουμε πόσα θύματα υπάρχουν. Τα θύματα είναι 104. Μου κάνει εντύπωση που κανείς δεν μιλάει για τα θύματα που δεν ταυτοποιήθηκαν. Επί 4,5 χρόνια η δικογραφία για το Μάτι έγινε μπαλάκι».
Το δικαστήριο άκουσε ακόμη μία εξιστόρηση μάρτυρα που έχασε την αδελφή και την ανιψιά της, γλυτώνοντας η ίδια και ο ανιψιός της «κυριολεκτικά από θαύμα».
Η μάρτυρας κατέθεσε πως η ίδια εγκλωβίστηκε στο σπίτι της στον Ν. Βουτζά όταν μπλόκαρε η γκαραζόπορτα και δεν κατάφερε να φύγει, μέχρι τις 10 το βράδυ, «οπότε μου χτύπησαν την πόρτα και ήταν από τον τηλεοπτικό σταθμό Alpha. Με ρώτησαν “είστε ζωντανή;”. Λέω “ναι” και κατέβηκα κάτω και είδα απανθρακωμένους στα αυτοκίνητα… Μόνο τη στάχτη τους. Έξω από το σπίτι ούτε πουλί πετάμενο δεν υπήρχε μέχρι τις 11:30».
Η γυναίκα είπε πως η αδελφή και η ανιψιά της, που έμεναν σε γειτονικό σπίτι, έφυγαν μετά από προτροπή αστυνομικών το απόγευμα εκείνης της ημέρας χωρίς ωστόσο, να καταφέρουν να ξεφύγουν από τις φλόγες.
Τις βρήκε, όπως κατέθεσε η μάρτυρας, ο ανιψιός της βαριά τραυματισμένες στο δρόμο και όταν προσπάθησε να τις πάει στο νοσοκομείο, «οι αστυνομικοί τού έδιναν οδηγίες και τον έστελναν μέσα στη φωτιά. Η αδελφή μου ούρλιαζε καμένη από τους πόνους.
»Ο ανιψιός μου δεν άκουσε τους αστυνομικούς, βγήκε αντίθετα στη Μαραθώνος, τις πήγε στον “Ευαγγελισμό”, όπου διασωληνώθηκαν και μας είπαν να περιμένουμε να πεθάνουν… Από τύχη σώθηκα, θα μπορούσα να καώ μέσα στο σπίτι αν δεν είχε κλείσει η γκαραζόπορτα ή να έχω φύγει με το αυτοκίνητο και να καώ όπως η αδελφή μου και η ανιψιά μου».
Η δίκη θα συνεχιστεί αύριο οπότε έχει κληθεί μεταξύ άλλων να καταθέσει και η Βαρβάρα Βουκάκη, η οποία στη φωτιά έχασε τον σύζυγο της και τα δύο τους παιδιά.