Σε δίκη παραπέμπεται η Ρούλα Πισπιρίγκου κατηγορούμενη για τη δολοφονία της 9χρονης κόρης της Τζωρτζίνας.
Η 33χρονη παραπέμπεται σε δίκη ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών, κατηγορούμενη για ανθρωποκτονία και απόπειρα ανθρωποκτονίας σε βάρος της 9χρονης κόρης της.
Στο βούλευμά τους, οι δικαστές του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών υιοθετούν πλήρως την πρόταση του εισαγγελέα Γιώργου Νούλη, κρίνοντας ότι η κατηγορούμενη τέλεσε τις αξιόποινες πράξεις που της αποδίδονται με δόλο και σε ήρεμη ψυχική κατάσταση.
Επίσης, κρίνουν ότι πρέπει να συνεχιστεί η προσωρινή κράτηση της 33χρονης για άλλους έξι μήνες, καθώς θεωρούν ότι η κατηγορούμενη είναι ύποπτη τέλεσης νέων, όμοιων αξιόποινων πράξεων, ακόμη και κατά δικών της ανθρώπων.
Μάλιστα, στο βούλευμα καταλήγουν ότι η Ρούλα Πισπιρίγκου προσπάθησε τον Απρίλιο του 2021 να σκοτώσει την Τζωρτζίνα όχι με ασφυκτικό θάνατο, αλλά με τη χορήγηση κεταμίνης, χωρίς να τα καταφέρει χάρη στην άμεση επέμβαση των γιατρών.
Στο σκεπτικό τους οι δικαστές αναφέρουν μεταξύ άλλων ότι ο αποκλεισμός της μύτης και του στόματος δεν είναι πρόσφορος τρόπος ώστε να προκληθεί ανακοπή και σημειώνουν πως η κατηγορούμενη χορήγησε μη επακριβώς ταυτοποιηθείσα ουσία, κατασταλτική του κεντρικού νευρικού συστήματος, με πιθανότητα που αγγίζει τη βεβαιότητα η ουσία αυτή να είναι κεταμίνη. Μία ουσία που συγκαταλέγεται σε εκείνες που είναι ικανές να προκαλέσουν ανακοπή και η οποία επέφερε πτώση των σφύξεων και μηδενισμό του κορεσμού στο οξυγόνο.
Αναφορικά με τις συνθήκες θανάτου της 9χρονης, οι δικαστές υιοθετούν πλήρως το σκεπτικό του εισαγγελέα, περί χορήγησης της θανατηφόρας ουσίας στις 29 Ιανουαρίου μέσα στο νοσοκομείο «Παίδων» όπου νοσηλευόταν η Τζωρτζίνα, σε χρόνο που ήταν μόνο η μητέρα στο δωμάτιο.
Το κίνητρο
Αναφορικά με το κίνητρο, οι δικαστές αναφέρουν την εμμονή της 33χρονης με τον Μάνο Δασκαλάκη, καθώς τα περιστατικά συνέβαιναν όταν ήταν σε διάσταση με τον σύζυγό της και αποδίδουν τις πράξεις που της καταλογίζουν στην προσωπικότητα της, βασιζόμενοι και στην περιγραφή της ειδικής πραγματογνώμονα που είχε οριστεί κατά την ανάκριση.
«Η κινητροδότηση της κατηγορούμενης ως προς την εκπόρευση της ως άνω εξακολουθητικής αξιόποινης συμπεριφοράς της ελέγχεται στα δυσμενή και παθογενή χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς και της ιδιοσυγκρασίας της, που αποκρυσταλλώνονται, κυρίως, σε ιδέες μεγαλείου συνδεόμενες με τη δημοσιότητα/ διασημότητα, αλλά μη έχουσες έρεισμα στην πραγματικότητα, στον ενστερνισμό της αντίληψης πως μπορεί κανείς να αποκτήσει δημοσιότητα/ διασημότητα μέσα από παραβατικές πράξεις, στη διαρκή διαπραγμάτευση μεταξύ αλήθειας και ψέματος, πραγματικού και μη πραγματικού, σε αποστέρηση κάθε γνησίου συναισθήματος, σε επικέντρωση (κατά προεξάρχοντα ρόλο) σκέψεων και επενδύσεων γύρω από τον ήδη εν διαστάσει σύζυγό της και υποστηρίζοντα την κατηγορία, με ενδιάθετη έκφραση κτητικότητας επ’ αυτού, στη διακατοχή της από την ιδέα/ φόβο της εγκατάλειψης, στην απόδοση μεγάλης σημασίας στο να βρίσκεται κανείς στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος μέσω της διασημότητας που προσφέρει η δημοσιότητα, στην αντίληψη των παιδιών της ως μια ναρκισσιστικής προέκτασης του εαυτού της και σε προσέγγιση εξιδανίκευσης του θανάτου, καταδεικνύεται, κατά την κρίση του παρόντος Συμβουλίου, θρασύτητα, έντονη αντικοινωνικότητα, αδιαφορία για την ανθρώπινη ζωή, ταπεινά ελατήρια και ιδιαίτερη επικινδυνότητα της κατηγορούμενης…», αναφέρουν.