Δεν ξέρω για τις υπόλοιπες μανάδες, εγώ είχα στο μυαλό μου διάφορες εικόνες για το πώς θα μπορούσε να είναι το παιδί μου, πολύ πριν γίνω μάνα. Έτσι, σαν άσκηση επί χάρτου, φανταζόμουν τι χαρακτηριστικά θα είχε, τι στοιχεία προσωπικότητας, και τέτοια. Ονειρευόμουν ένα παιδί που θα σκαρφάλωνε στα δέντρα, δεν θα σιχαινόταν τίποτα και θα αντιμετώπιζε το περιβάλλον σαν ένα τεράστιο λούνα παρκ. Θαύμαζα πάντα αυτές τις οικογένειες – ξένων συνήθως – που ήταν «χύμα» όλη μέρα σε μια παραλία με τα παιδιά αμολητά χωρίς πάνα, που δεν ακούγονταν ή ενοχλούσαν στο ελάχιστο.
Κι ύστερα ήρθε η κόρη μου.
Η οποία δεν πήρε τα βαθυγάλαζα μάτια του μπαμπά, ούτε βγήκε κατάξανθη (παρόλη την «ενέργεια» που της είχα μεταφέρει όσο ήταν στην κοιλιά μου). Το κουλ μωρό των ξένων δεν ήρθε ποτέ.
Το παιδί μου φώναζε σαν σειρήνα.
Κι εγώ κι ο πατέρας της, σαν τα ζόμπι, διανύσαμε άπειρα χιλιόμετρα με το μάρσιπο προσπαθώντας να την ησυχάσουμε. Έπειτα, βρέφος ακόμα, ίσα που καθόταν στον πισινό της, την είδα μέσα στην κούνια της να κεντράρει με το βλέμμα μια τριχούλα απάνω στο λευκό σεντόνι. Την πήρε προσεκτικά και την πέταξε έξω από τα κάγκελα!
Κι ύστερα, το τελειωτικό χτύπημα: ήθελα το παιδί μου να ξεφύγει από τη δικτατορία του ροζ.
Όταν ήταν μωρό την έντυνα με τα αγαπημένα μου μπλε και λιλά, ώσπου μια φίλη της μάνας μου μας έφερε ένα ανεκδιήγητο ροζ μπονμπόν συνολάκι (με ασορτί κορδέλα). Για να μην την προσβάλουμε το φορέσαμε στο μωρό. Θυμάμαι, ο πατέρας της την πήγε στον καθρέφτη να δει τον εαυτό της κι αυτή χώραγε καθισμένη στη μία του χούφτα. Το θαυμαστικό της ύφος με άφησε κάγκελο! Άκουσα τη σκέψη της: «φτου μου, κούκλα μου, θεά είμαι!»
Αυτό ήταν: το παιδί μου αγαπούσε τα ροζ κι έπειτα τις Barbie και τα γκλίτερ και ούτω καθεξής…
Ναι! Ήταν βέβαιο: το παιδί μου δεν ήταν αυτό που είχα φανταστεί.
Αντί όλων αυτών, μου προέκυψε ένα παιδί που σιχαίνεται το σάλιο της αλλά τρώει τα νύχια της, ρίχνει τα μαλλιά της στη μούρη (κάτι που με κάνει να φαγουρίζομαι εξ αντανακλάσεως) και της αρέσουν κάτι απίθανα πράγματα που μου πονάνε τα μάτια. Κάθε μέρα, με προβληματίζει, με τρελαίνει, με διαλύει. Κάθε φορά που νομίζω ότι «την έχω» (κατανοήσει – κατακτήσει) αυτή «ανεβαίνει πίστα» και δώσ’ του πάλι απ’ την αρχή.
Με λίγα λόγια, με βοηθά να εξελιχθώ.
Ταυτόχρονα, είναι ένα υπέροχο πλάσμα με μια καρδιά που τους χωράει όλους, συγκροτημένη και βαθυστόχαστη, ακέραιη και γενναία. Είναι ο άνθρωπος που θα σου δώσει την καλύτερη συμβουλή, που θα ακούσει με υπομονή χωρίς να σε κατακρίνει. Μια ήρεμη δύναμη. Αγαπάει τα ζώα, τα παιδιά, τους ανθρώπους, την Πλάση, κι αυτά τη λατρεύουν. Είναι μια μικρή μάγισσα καλής θελήσεως που επηρεάζει το περιβάλλον της ευεργετικά. Είναι το ίνδαλμά μου! Κι όταν μεγαλώσω, θέλω να της μοιάσω!
Δεν ξέρω τι έκανα για να την αξίζω και προσπαθώ – χωρίς να μπορώ – να την χορτάσω. Το μόνο που με πληγώνει είναι που, τώρα πια, με έχει περάσει στο μπόι και δεν χωράει να την κλείσω στην αγκαλιά μου.
Γράφει η Πολυτίμη Βαλλιάνου
Διαβάστε επίσης:
Η ρουτίνα προσφέρει στα παιδιά ασφάλεια και αίσθηση ταυτότητας