Οι καύσωνες γίνονται όλο και πιο έντονοι, διαρκούν περισσότερο και είναι συχνότεροι εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής όπως επισημαίνουν οι ειδικοί. Μία ερώτηση που πολλοί μπορεί να έχουμε είναι η παρακάτω:
“Πότε η ζέστη είναι πάρα πολλή για να μπορούμε να συνεχίζουμε τις φυσιολογικές μας δραστηριότητες;”. Και δεν αναφερόμαστε σε ηλικιωμένους ή ευπαθείς ανθρώπους, αλλά στους νέους, τους μεσήλικες και γενικότερα τους υγιείς ενήλικες.
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν εξαρτάται μόνο από τη θερμοκρασία που δείχνει το θερμόμετρο αλλά και από την υγρασία στην ατμόσφαιρα. Έρευνα του Daniel J. Vecellio, μεταδιδακτορικού συνεργάτη στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια στις ΗΠΑ δείχνει ότι ο συνδυασμός αυτών των δύο μπορεί να γίνει επικίνδυνος πιο γρήγορα απ’ όσο θεωρούσαν μέχρι σήμερα οι ειδικοί. Αυτό που σήμερα τους θέτει όλους σε εγρήγορση είναι η αυξημένη συχνότητα υψηλών θερμοκρασιών μαζί με υψηλή υγρασία, η οποία είναι μια μέτρηση των δύο αυτών παραγόντων και είναι γνωστή με τον όρο wet bulb temperature (θερμοκρασία υγρού θερμόμετρου). Σύμφωνα με τη δική μας Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία ο βιοκλιματικός δείκτης Wet Bulb Globe Temperature έχει επιλεγεί ως χαρακτηριστικός δείκτης θερμικής καταπόνησης του οργανισμού. Η χρήση του συνιστάται στο πρότυπο ISO 243 (Ergonomics of the thermal environment) και χρησιμοποιείται συμβουλευτικά την Οδηγία για την υγεία και την ασφάλεια στην υγρασία.
Κατά τη διάρκεια κυμάτων καύσωνα στη Νότια Ασία τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2022, στο Πακιστάν καταγράφηκε μέγιστη θερμοκρασία wet bulb 33,6 βαθμών της κλίμακας Κελσίου, κοντά στο θεωρητικά ανώτερο όρο της ανθρώπινης προσαρμοστικότητας στη ζέστη με υγρασία.
Αυτό που γνωρίζαμε ως ανώτερο όριο αντοχής του ανθρώπου σε ζέστη και υγρασία, σύμφωνα με μελέτη του 2010 ήταν πως το όριο ασφαλείας σε wet bulb θερμοκρασία είναι οι 35 βαθμοί Κελσίου με 100% υγρασία – ή οι 46 βαθμοί Κελσίου με 50% υγρασία. Πέρα από αυτό, το ανθρώπινο σώμα δεν μπορεί να ψυχρανθεί εξατμίζοντας τον ιδρώτα από την επιφάνεια του δέρματος ώστε να διατηρήσει μια σταθερή θερμοκρασία σώματος.
Πρόσφατα το όριο αυτό δοκιμάστηκε σε ανθρώπους σε συνθήκες εργαστηρίου. Τα αποτελέσματα αυξάνουν την ανησυχία που πρέπει να νιώθουμε…
Το PSU HEAT Project
Για απαντήσουν στο ερώτημα “πόση ζέστη είναι υπερβολική ζέστη” οι ειδικοί έφεραν στο εργαστήριο Noll του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια νέους υγιείς άντρες και γυναίκες για να υποστούν θερμικό στρες σε ένα ελεγχόμενο περιβάλλον. Στόχος του πειράματος ήταν να βρεθεί ποιος συνδυασμός θερμοκρασίας και υγρασίας αρχίζει να γίνει βλαβερός ακόμη και για τους πιο υγιείς ενήλικες. Αυτό που βρήκαν οι μελετητές έδειξε ότι το ανώτερο περιβαλλοντικό όριο θερμοκρασίας είναι ακόμη πιο χαμηλό από το θεωρητικό των 35 βαθμών Κελσίου, πιο κοντά σε μια wet bulb θερμοκρασία 31 βαθμών με 100% υγρασία ή 38 βαθμών με 60% υγρασία.
Υγρό vs ξηρό περιβάλλον
Τα κύματα καύσωνα σε όλη την υφήλιο αυτή τη στιγμή πλησιάζουν, εάν δεν υπερβαίνουν, αυτά τα όρια. Σε συνθήκες ξηρού περιβάλλοντος τα όρια του ανθρώπινου οργανισμού δεν προσδιορίζονται από τις wet bulb θερμοκρασίες επειδή ο ιδρώτας που παράγει το σώμα εξατμίζεται και ρίχνει την εσωτερική θερμοκρασία. Ωστόσο, το πόσο μπορούμε να ιδρώσουμε έχει έναν περιορισμό και επίσης όσο πιο ζεστή είναι η ατμόσφαιρα τόσο περισσότερο ζεσταινόμαστε.
Μία ακόμη σημαντική σημείωση είναι πως οι παραπάνω θερμοκρασίες αναφέρονται στο όριο ασφάλειας του ανθρώπινου οργανισμού σε υγιείς νέους ενήλικες. Ακόμη και χαμηλότερες θερμοκρασίες και επίπεδα υγρασίας μπορεί να ασκήσουν πίεση στην καρδιά και άλλα συστήματα του οργανισμού.
Τι μπορούμε να κάνουμε
Σε συνθήκες καύσωνα ακούμε τις οδηγίες των ειδικών και πιο συγκεκριμένα του γιατρού μας εάν υπάρχει κάποιο γνωστό πρόβλημα υγείας. Αποφεύγουμε τις φυσικές δραστηριότητες σε εξωτερικούς ή μη κλιματιζόμενους εσωτερικούς χώρους, πίνουμε πολλά υγρά και τρώμε ελαφρά και δροσερά φαγητά προκειμένου να βοηθήσουμε το σώμα μας να ανταπεξέλθει πιο εύκολα.