Να αποζημιώσει την Μυρτώ Παπαδομιχελάκη για τον βιασμό και την επίθεση που δέχθηκε στην Πάρο το 2012 από άνδρα παράνομα εισελθόντα στη χώρας μας, που είχε ως αποτέλεσμα να καθηλωθεί σε κρεβάτι με αναπηρία 100%, καλείται το Δημόσιο, όπως έκρινε το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Ειδικότερα, το Α΄ Τμήμα του ΣτΕ, με πρόεδρο την αντιπρόεδρο Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου και εισηγήτρια την σύμβουλο Επικρατείας Ταξιαρχία Κόμβου, έκρινε ότι η Μυρτώ δικαιούται αποζημίωση από το ελληνικό Δημόσιο, το ύψος της οποίας όμως θα καθοριστεί από το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, που αναπέμφθηκε η υπόθεση και αναίρεσε την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών (468/2021) η οποία είχε κρίνει ότι δεν δικαιούται η Μυρτώ αποζημίωση από το Δημόσιο λόγω των πράξεων και παραλείψεων της Ελληνικής Αστυνομίας, οι οποίες αφορούν στην παράνομη είσοδο του δράστη στη χώρα μας, που άφησε εφόρου ζωής καθηλωμένη την 23χρονη Μυρτώ.
Η κα Κοτρώτσου, ως δικαστική συμπαραστάτρια της κόρης της διεκδικούσε να καταβληθεί στην κόρη της το ποσό των 200.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για τη ζημία που υπέστη από τον βαρύτατο τραυματισμό της. Επίσης, διεκδίκησε την καταβολή ποσού 2.978 ευρώ κάθε μήνα για όσο διαρκεί ο βίος της.
Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, όπως και το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, απέρριψε την αγωγή κρίνοντας ότι δεν «υπάρχουν παραλείψεις των οργάνων του ελληνικού Δημοσίου που να βρίσκονται σε αιτιώδη συνάφεια» με τον βαρύτατο τραυματισμό της νεαρής κοπέλας.
Η απόφαση του ΣτΕ
Συγκεκριμένα, το Α΄ Τμήμα του ΣτΕ, με την υπ΄ αριθμ. 1500/2022 απόφασή του έκρινε ότι υπάρχει «αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης παραλείψεως των αστυνομικών οργάνων να άρουν την παράνομη κατάσταση που προκλήθηκε από την παράνομη είσοδο και παραμονή επί μακρόν στη χώρα υπηκόου τρίτης χώρας και του επιζήμιου αποτελέσματος (της προσβολής υγείας ή σώματος) τρίτου» και «δεν αίρεται ο αιτιώδης σύνδεσμος εκ του ότι παρεμβάλλεται η εγκληματική ενέργεια του αλλοδαπού».
Αναλυτικότερα, το ΣτΕ έκρινε ότι «η είσοδος στη χώρα αλλοδαπών/υπηκόων τρίτης χώρας και η περαιτέρω διαμονή τους -η οποία μπορεί να είναι και μακρά- δεν είναι ελεύθερη ούτε ανεξέλεγκτη, αλλά διέπεται από κανονιστικό καθεστώς (του ν. 3386/2005) που επιβάλλει σ’ αυτούς την υποχρέωση εφοδιασμού τους με διαβατήριο/ταξιδιωτικό έγγραφο, θεώρηση εισόδου και άδεια διαμονής για συγκεκριμένο σκοπό (για εργασία, ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα, σπουδές ή άλλο νόμιμο σκοπό) και καθιδρύει δεσμία αρμοδιότητα των αστυνομικών οργάνων για την έκδοση πράξεως απελάσεως σε περίπτωση, μεταξύ άλλων, που ο αλλοδαπός έχει παραβιάσει τις σχετικές διατάξεις, μετά δε την έναρξη ισχύος του ν. 3907/2011 πράξεως επιστροφής για τους παρανόμως διαμένοντες».
Παράλληλα, οι σύμβουλοι Επικρατείας επισημαίνουν ότι «οι ρυθμίσεις του ν. 3386/2005 αποσκοπούν όχι μόνον στην προστασία του γενικού (Δημόσιου) συμφέροντος (της διασφαλίσεως της δημόσιας τάξεως, ασφάλειας, κοινωνικής ειρήνης, δημόσιας υγείας), αλλά και στην προστασία του συμφέροντος των ιδιωτών με την αποτροπή της προσβολής των συνταγματικώς προστατευόμενων έννομων αγαθών (της ζωής, της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας, της τιμής, της υπολήψεως, της προσωπικής ελευθερίας, της γενετήσιας ελευθερίας, της περιουσίας, της ιδιοκτησίας τους) από τη συμπεριφορά των παρανόμως εισελθόντων, διαμενόντων και εργαζόμενων στη χώρα αλλοδαπών».
Επίσης, συνεχίζει το ΣτΕ, «αποσκοπούν και στην προστασία του συμφέροντος των προσώπων αυτών», τα οποία, όπως επισημαίνεται στην οικεία αιτιολογική έκθεση, «παραμένουν στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής ορισμένες μάλιστα φορές σε συνθήκες κατώτερες του ελαχίστου που υπαγορεύει η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, με αποτέλεσμα να εξωθούνται μοιραία σε ποικίλες μορφές παραβατικότητας, τροφοδοτώντας έτσι ακούσια, κατά καιρούς, τάσεις επιφυλακτικότητας εκ μέρους του ημεδαπού πληθυσμού».
Μάλιστα, υπογραμμίζουν οι σύμβουλοι: «Όσο τα αστυνομικά όργανα παραβιάζουν τις υποχρεώσεις τους και δεν εκδίδουν κατ’ ενάσκηση της δεσμίας αρμοδιότητάς τους πράξη απελάσεως ή μετά τις 26.1.2011 πράξη επιστροφής για τους παρανόμως διαμένοντες, δημιουργείται η βεβαιότητα σε όποιον αλλοδαπό εισήλθε λάθρα, διαμένει παρανόμως στη χώρα και επιθυμεί να συμπεριφερθεί παρανόμως και να προσβάλει κάποιο έννομο αγαθό ότι ποτέ δεν θα τιμωρηθεί, αφού η ταυτότητά του δεν είναι γνωστή στις ελληνικές αρχές ούτε έχουν ληφθεί τα δακτυλικά αποτυπώματά του».
Συνεπώς, «υπάρχει γενικώς και αφηρημένως αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης αυτής παραλείψεως των οργάνων του Δημοσίου και της ζημίας (λχ βλάβης του σώματος ή της υγείας ή θανατώσεως) τρίτου προσώπου, η οποία προκαλείται όταν ο παρανόμως εισελθών και διαμένων στην Ελλάδα υπήκοος τρίτης χώρας προσβάλει απολύτως προστατευόμενο έννομο αγαθό».
Τέλος, καταλήγει το ΣτΕ ότι είναι «μη νόμιμη η κρίση του Διοικητικού Εφετείου για τη μη συνδρομή αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των παραλείψεων των αστυνομικών οργάνων και του βαρύτατου τραυματισμού της εκπροσωπούμενης από την οριστική δικαστική συμπαραστάτριά της (μητέρας της) αναιρεσείουσας, ηλικίας τότε 15 ετών, συνεπεία εγκλημάτων (βιασμός, απόπειρα ανθρωποκτονίας) που διαπράχθηκαν εις βάρος της από υπήκοο τρίτης χώρας».