Λίγο μια όρεξη για γλυκό σήμερα, λίγο μια όρεξη για βολτίτσα μας έβγαλε ο δρόμος στα Πετράλωνα ώστε να τσιμπήσουμε το γνωστό και μοναδικό στο είδος του «ποντικάκι» της «Μέλισσας».
Η «Μέλισσα» μπορεί να ήταν κλειστή αλλά το σπίτι στην Ταντάλου απέναντι ήταν ορθάνοιχτο. Αναμμένα φώτα, ανοιχτά παντζούρια και παράθυρα και μάστορες να ακούγονται από μέσα. Μαζί με τη σκέψη «ξενοικιάστηκε!» ήρθαν κι άλλες. Και μαζί με τις σκέψεις ήρθαν και αναμνήσεις, πολλές αναμνήσεις και ελπίδες. Ότι κάποτε η Τετούλα (μαμά μου) θα μαζέψει τα μπογαλάκια της και θα γυρίσει πίσω στο σπίτι στην Ταντάλου.
Θα με ρωτήσει τι χρώμα να βάψει τους τοίχους, σε ποια θέση ταιριάζουν τα κάδρα, θα μου ζητήσει να τη βοηθήσω με τα βιβλία και θα τρέξει στον κήπο να ποτίσει τα λουλούδια. Στο όνειρο έπαιζε και η Άννα (κόρη μου).
Τη φαντάστηκα να παίζει στον ίδιο κήπο.
Το φωτιστικό του σαλονιού ήταν το ίδιο, το δικό μας. Δεν το θέλαμε, τους είπαμε ότι μπορούν να το κρατήσουν. Και το κράτησαν.
Θύμιζε κάτι ατελείωτες ταβανοθεραπείες που κάναμε στο σαλόνι ενώ ονειροπολούσαμε.
Κατά τα άλλα, τίποτα δεν μας θύμιζε. Ένα άδειο δωμάτιο ήταν. Τώρα, για πότε το «γέμισα» εγώ ούτε που το κατάλαβα. Τοποθέτησα ευλαβικά τα έπιπλα, έβαλα τα βιβλία στα ράφια όπως θα έκανα αν μου το ζητούσε η Τετούλα, άναψα τα μικρά φώτα, έγινα πάλι παιδί και κουλουριάστηκα στην μεγάλη πολυθρόνα. Μετά μεγάλωσα, το σαλόνι γέμισε κόσμο και η ατμόσφαιρα γαλήνη. Η ευτυχία και η αγάπη περίσσευαν, οι αγκαλιές επίσης.
Μετά έφυγα. Μετά φύγαμε.
Ένιωσα στιγμιαία σαν την Ελενίτσα όταν είδε το παλιό της σπίτι να γκρεμίζεται αλλά όταν ήταν ακόμα παιδί, πριν γνωρίσει τον Αντωνάκη της. «Σαν γλυκό κουταλιού και στη θλίψη δωμάτιου παλιού…». Αυτό το τραγούδι έπαιζε στο μυαλό μου τώρα.
«Όλα χάθηκαν κι όλα είναι εδώ…», συνέχιζε να μουρμουρίζει στο κεφάλι μου.
«Τίποτα δεν χάθηκε», είπα.
«Όλα είναι εδώ!». Και τα έπιπλα και τα βιβλία και οι άνθρωποι που πέρασαν από ΄δω μέσα και η γαλήνη να πλανάται στο χώρο και η αγάπη και η ευτυχία και οι αγκαλιές και ο κήπος και η Τετούλα που ποτίζει τα λουλούδια και εγώ παιδί, βουλιαγμένη στη μεγάλη πολυθρόνα.
Μόνο που ζουν μες στο κεφάλι μου. Και μες στην καρδιά μου. Και εκεί μπορώ να επιστρέφω όσες φορές θέλω. Να φωνάζω από την πόρτα
«Μαμά, γύρισα!». Και εκείνη να απαντά «Καλώς το το παιδί μου!».
– Επιστροφή στο σπίτι –
Εύα Κοτσίκου 12/11/2017