Μαμά στο είπα τώρα τελευταία; Σ’αγαπάω

Σε είχε ονειρευτεί από τότε που ήταν κοριτσάκι. Τότε που κρατούσε την κούκλα της και προσποιούταν πως ήταν η μαμά της.

Σε είχε φανταστεί όταν αποφάσισε να μοιραστεί τη ζωή της με τον άνθρωπό της. Σε ένιωσε όταν άρχισες να στριφογυρίζεις μέσα στην κοιλιά της. Σε «φύλαξε» μέσα στο σώμα της έως ότου ολοκληρώθηκες. Σε αγάπησε από τότε που ήσουν, απλά, ιδέα στο μυαλό της. Σε γέννησε. Σου έδωσε ζωή απ’τη ζωή της. Σε έθρεψε με το πολυτιμότερο δώρο που της έδωσε η φύση, ειδικά για σένα. Σε νανούρισε. Σε ηρέμησε. Σε παρηγόρησε. Και μετά… σε συνόδευσε στα πρώτα σου βήματα. Όχι μπροστά και όχι πίσω σου. Μόνο δίπλα σου.

Σε σήκωνε όταν έπεφτες. Έκλαιγε όταν πονούσες. Ξενυχτούσε όταν ξενυχτούσες. Σου έμαθε να διαβάζεις. Και κάπου εκεί στην πρώτη Δημοτικού, όταν της πήγες την πρώτη σου καρτούλα που με τα παιδικά σου γράμματα είχες φτιάξει, δεν μπορούσε να σταματήσει να κλαίει από συγκίνηση. Σε ενθάρρυνε να πεις το ποίημά σου, όταν νόμιζες πως δεν θα τα καταφέρεις στο σχολείο. Και όταν, τελικά, δεν τα κατάφερες σου είπε ότι δεν έγινε δα και η συντέλεια του κόσμου!

Σε ανέχτηκε κάπου εκεί στην εφηβεία σου που έγινες επαναστάτης χωρίς αιτία και σε βοήθησε να διεκδικήσεις όταν έγινες επαναστάτης με αιτία. Σε άκουσε όταν της μιλούσες για ώρες ολόκληρες, για τον πρώτο σου έρωτα και σε συμβούλεψε να προσέχεις τον εαυτό σου. Και μετά, όταν εσύ δεν τον πρόσεξες τελικά σε αγκάλιασε χωρίς να μιλάει, χωρίς να πει ότι εκείνη στα έλεγε, χωρίς να πει κουβέντα. Μόνο σε φίλησε και σου είπε: «παιδάκι μου!» όπως τότε που ήσουνα παιδάκι. Μα πάντα θα είσαι το παιδάκι της, δεν το έμαθες ακόμα; Και από τότε έτρεξες πολλές φορές, σαν παιδάκι που μόλις το πειράξανε στην αγκαλιά της. Γιατί πληγώθηκες. Γιατί προσβλήθηκες. Γιατί πόνεσες.

Και τα χρόνια πέρασαν κι εσύ εκεί που έκανες επαναστάσεις και ντρεπόσουν όταν σε φιλούσε στον δρόμο -ε, τι μωρό ήσουν;- ζητούσες το φιλί της απεγνωσμένα για να γίνει καλά η πληγή, να περάσει. Και ήθελες να ξαναγίνεις παιδί, να μην έχεις έγνοιες. Να μην πονάς, παρά μόνο για λίγο όπως όταν έπεφτες και χτυπούσες τα γόνατά σου. Να γίνεις παιδί και να τρέξεις και πάλι στην ποδιά της. Να την ρωτήσεις: «τι έφτιαξες σήμερα μαμά;» και να σου πει ότι έφτιαξε το αγαπημένο σου.
Να μην σε νοιάζει πώς θα πληρώσεις το νοίκι, τους λογαριασμούς, η δουλειά που μπορεί να χάσεις, η μοναξιά, οι άνθρωποι που είναι δίπλα σου κι όμως λείπουν, τι φαγητό θα φτιάξεις εσύ πια, να μη σε νοιάζει τίποτα που δε μπορεί να στο λύσει εκείνη.

Μόνο η μυρωδιά της. Μόνο αυτή να υπάρχει για λίγο. Εκείνη η μυρωδιά που σαν φυσικό παυσίπονο, μέσα στην αγκαλιά της, έδιωχνε όλα τα άσχημα μακριά. Και ήταν παυσίπονο. Και η μυρωδιά και η αγκαλιά της. Και ας μην της τα έλεγες όλα πια. Γιατί ήταν η πολύτιμή σου και δεν ήθελες να την στεναχωρείς. Μόνο να την προστατεύεις, όπως έκανε και εκείνη κάποτε με σένα, όταν έκρυβε τα δάκρυά της και έλεγε: «Εμείς δεν παθαίνουμε τίποτα! Όλα τα καταφέρνουμε!» και τα μάτια της έλαμπαν από αγάπη και δύναμη. Και ας είχες καιρό να της πεις ότι την αγαπάς -αλήθεια γιατί αμελούμε να τους το λέμε; Και ας μιλούσατε πια με τις σιωπές σας. Σιωπές που, πολύ καλά, μάθατε να μοιράζεστε και να κατανοείτε. Σιωπές που επισφράγιζαν την ίδια την αγάπη της. Την απέραντη. Την άπειρη. Την ανιδιοτελή και την ανεξίτηλη.

*αφιερωμένο στις πολύτιμες μαμάδες μας και λίγο περισσότερο στη δική μου μαμά.

Ευαναγνώσματα Εύα Κοτσίκου, evanagnwsmataart.wordpress.com, Ευχαριστούμε θερμά!

Ακολούθησε το TheMamagers στο Instagram

Διαβάστε περισσότερα

Best of network