Από τα χέρια των γονιών μου, που δεν ήταν ποτέ ενωμένα,
(ή τουλάχιστον εγώ δε τα πρόλαβα έτσι…) ξέφυγε όλη η ισορροπία της ψυχής μου.
Δια παντός.
Άργησα τόσο να το καταλάβω!
Μια ζωή κάθιζα στο σκαμνί τον εαυτό μου,
με την κατηγορία πως δεν είχε τη δύναμη,
ή την ικανότητα, ή την εξυπνάδα,
να κερδίσει αυτή την τόσο ζηλευτή ισορροπία.
Μια ζωή εμπιστεύθηκα κι ακολούθησα, σαν πεινασμένο σκυλί,
τσαρλατάννους, τυχοδιώκτες, αγύρτες, ταχυδακτυλουργούς,
χρυσοθήρες – ιδίως, αυτούς τους χρυσοθήρες,
πολύ τους αγάπησα
– ψάχνοντας να βρώ τα κομματάκια που μου έλειπαν,
για να σχηματίσω την εικόνα της προσωπικότητάς μου.
Μια ζωή παρασύρθηκα από κύρηκες και καθοδηγητές,
σαν διψασμένη κότα, να με φωτίσουν με τις θεωρίες τους.
Μια ζωή άνοιγα ληγμένες κονσέρβες γνώσης,
για να ταίσω την ψυχή μου και να τη φέρω στα ίσα της.
Χαράμισα χρόνο πολύτιμο σ’αυτές τις περιπλανήσεις.
Σιγά! Μην έχει ισορροπία το λουλούδι της μανόλιας,
όταν το φοβερίζει ο Νοτιάς.
Μήπως είδε κανείς, απ΄όλους εσάς, κάτι πιο όμορφο σ’αυτή τη γη;
Πόσες φορές, αλήθεια, συναρμολόγησες τη διαμελισμένη σου ψυχή; Σάμπως θυμάσαι;
Πόσες νύχτες τρύπησες, για να βγεις στο φως;
Πόση βροχή κατάπιες;
Πόσους ανέμους έκρυψες στην αγκαλιά σου;
Τώρα, μου γράφεις… “Είμαι καλά. Βρήκα μια θέση στη ζωή.
Μπορεί προσωρινά. Αλλά να ξέρεις, είναι θεωρείο!
Επιτέλους, μου χαρίστηκε ο Θεός”.
Αμ, δε στη χάρισε ο Θεός τη θέση, μάτια μου.
Στην πούλησε. Και μάλιστα πανάκριβα.
Αγκάλιασε σφιχτά τον εαυτό σου. Κρύψου κάτω απ’ το δέρμα σου.
Μέσα στις χούφτες σου.
Ζέστανε την ψυχή σου με την ανάσα σου.
Και σκέψου πόσα πράγματα σημαντικά έχεις να κάνεις, μόλις περάσει η καταιγίδα.
Απόσπασμα απο το βιβλίο της Αλκυόνης Παπαδάκη «Ξεφυλλίζοντας τη σιωπή» εκδ. Καλέντης